Φλύσχης.


Σημείωση: Φωτογραφίες παρατίθενται στο τέλος του άρθρου.

1. Γενικά.

Ο φλύσχης είναι ένα πέτρωμα αινιγματικό, διότι ακόμη και σήμερα δεν έχει προσδιορισθεί με σαφήνεια η προέλευσή του.

Η μελέτη του φλύσχη ξεκίνησε στις αρχές του 19ου αιώνα, στα πλαίσια των πρώτων γεωλογικών ερευνών των Άλπεων. Εξ αρχής, συνδέθηκε με το φαινόμενο της ορογένεσης, όμως, στην πορεία του χρόνου, καθώς τα μοντέλα ορογένεσης αναθεωρήθηκαν και από την θεωρία της ψυχόμενης και συρρικνούμενης Γης (19ος αιώνας) περάσαμε στο μοντέλο του γεωσυγκλίνου (πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα) και τελικά στο μοντέλο της τεκτονικής των πλακών (από το 1970 και μετά), αναγκαστικά αναθεωρήθηκαν και οι θεωρίες σχηματισμού του φλύσχη.

Μέχρι σήμερα, όμως, καμία θεωρία σχηματισμού του φλύσχη δεν κρίνεται ως ικανοποιητική. Πολλοί ερευνητές μάλιστα υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πολλά είδη φλύσχη, διαφορετικών προελεύσεων. Το παρόν άρθρο εστιάζει κυρίως στην ιστορική εξέλιξη των διαφόρων θεωριών, οι οποίες εξακολουθούν να συντηρούνται με εντυπωσιακή ανθεκτικότητα, παρά το γεγονός ότι είναι αναχρονιστικές και παρωχημένες. Στο τέλος του άρθρου, δίνω, φυσικά, την δική μου εκδοχή, για να μη φανεί ότι αποφεύγω την εξιχνίαση του προβλήματος.


2. Οι πρώτες έρευνες.

Η ονομασία του φλύσχη δόθηκε για πρώτη φορά από τον επιφανή Ελβετό γεωλόγο Bernhard Studer (1794 - 1887), ο οποίος μελέτησε συστηματικά την γεωλογία των δυτικών Ελβετικών Άλπεων και ιδιαίτερα του Καντονιού της Βέρνης. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται η κοιλάδα του ποταμού Simme (Simmental), που καλύπτεται εξ ολοκλήρου από αργιλοψαμμιτικά ιζήματα φλυσχικού τύπου. 

Ο Studer, το 1827, έδωσε το όνομα φλύσχης (Flysch) στα ιζήματα αυτά, τα οποία αποτελούμενα από εναλλαγές στρωμάτων ψαμμιτών και μαργών, συγκροτούν ένα χαρακτηριστικό πέτρωμα. Το όνομα φλύσχης προέρχεται από την τοπική λέξη fliessen, η οποία στην τοπική γερμανική διάλεκτο σημαίνει ρέω – κυλώ, πιθανότατα λόγω του γεγονότος ότι τα στρώματα του φλύσχη συχνά κατολισθαίνουν.

Ο Studer, είχε ήδη, το 1825, εκδώσει μια πραγματεία, με τίτλο Beyträge zu einer Monographie der Molasse (Συνεισφορά σε μια Μονογραφία για την Μολάσσα), όπου είχε ασχοληθεί με ένα γειτονικό προς τον φλύσχη πέτρωμα, την μολάσσα (Molasse). Για την μολάσσα υποστήριξε, ότι είναι ένα ίζημα αποτελούμενο από ψαμμίτες, μάργες και κροκαλοπαγή, το οποίο αποτέθηκε μέσα σε θάλασσες μικρού βάθους, κατά το Νεογενές. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξε, ότι κατά το Νεογενές, όταν οι Άλπεις είχαν πλέον σχηματισθεί, επακολούθησε ο κατακόρυφος διαμελισμός των ορέων και ο σχηματισμός εσωτερικών θαλασσών, με μικρό βάθος, όπου και έγινε η απόθεση της μολάσσας.

Σημειώνεται, ότι στις Άλπεις οι αποθέσεις της μολάσσας εντοπίζονται εκατέρωθεν του κύριου ορεινού όγκου, δηλαδή κυρίως στις βόρειες παρυφές της οροσειράς (Β. Ελβετία, Βαυαρία, Βιέννη, Ουγγρική Πεδιάδα), και στις νότιες παρυφές της, στην κοιλάδα του Πάδου (Β. Ιταλία - Λομβαρδία).  

Σε αντιδιαστολή προς την μολάσσα, ο Studer υποστήριξε ότι ο φλύσχης είναι ίζημα βαθιάς θάλασσας, που σχηματίσθηκε νωρίτερα, κατά το Παλαιογενές. Κατά την εποχή εκείνη, σύμφωνα με τον ερευνητή, είχε ήδη αρχίσει η ανύψωση των Άλπεων και τα προϊόντα αποσάθρωσης αυτού του ορεινού όγκου μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν μέσα σε μια κοντινή βαθιά θάλασσα. Επομένως, η ιζηματογένεση του φλύσχη ήταν ταυτόχρονη με την ανύψωση της οροσειράς και διήρκεσε όσο διήρκεσε και η φάση της ορογένεσης. Το μεγάλο πάχος του φλύσχη εξηγήθηκε με την παραδοχή, ότι ο πυθμένας της θάλασσας, εντός της οποίας γινόταν η ιζηματογένεση, συνεχώς υποχωρούσε, κάτω από την επίδραση του βάρους των συσσωρευόμενων ιζημάτων.

 Έτσι, με βάση τις παραπάνω απόψεις, ο φλύσχης θεωρήθηκε ως συν-ορογενετικό πέτρωμα, που σχηματίσθηκε ταυτόχρονα με την Αλπική Ορογένεση, ενώ η μολάσσα θεωρήθηκε ως μετά-ορογενετικό πέτρωμα που σχηματίσθηκε μετά το τέλος της ορογένεσης.

Οι απόψεις του Studer, για τον φλύσχη και την μολάσσα αντανακλούσαν, φυσικά, τις γενικότερες απόψεις για την παγκόσμια τεκτονική, που επικρατούσαν εκείνη την εποχή, και οι οποίες δέχονταν ότι οι ορογενέσεις προκαλούνται από τις κατακόρυφες κινήσεις, στις οποίες υπόκεινται διάφορα  τμήματα του φλοιού της Γης, λόγω της προοδευτικής ψύξης του εσωτερικού της και της επακόλουθης συρρίκνωσής της. Σήμερα, βέβαια, γνωρίζουμε, χάρη σε ακριβέστατες δορυφορικές μετρήσεις, ότι η Γη δεν συρρικνώνεται. 

Οι παραπάνω απόψεις έμελλε να ριζώσουν βαθιά στην γεωλογική σκέψη των μετέπειτα γενεών. Παρά το γεγονός, ότι τα ορογενετικά μοντέλα έχουν αλλάξει ριζικά, από την εποχή του Studer μέχρι σήμερα, αυτές οι απόψεις εξακολουθούν να υποστηρίζονται, ακόμη και σήμερα.  Αυτό οφείλεται, ίσως, στην έλλειψη πληροφόρησης που υπάρχει, διεθνώς, για τα θέματα της παγκόσμιας τεκτονικής, καθώς και στο γεγονός ότι η γεωλογία είναι μια πολύ συντηρητική επιστήμη, της οποίας οι απόψεις δεν αναθεωρούνται εύκολα.


3. Οι Άλπεις.

Οι Άλπεις, όπως αναφέρθηκε, είναι μια οροσειρά που εξερευνήθηκε από πολύ νωρίς. Αξίζει, επομένως, να δώσουμε μερικές πληροφορίες για την περιοχή αυτή, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τις έρευνες του Studer.

Οι Άλπεις καταλαμβάνουν  το κεντρικό τμήμα της Ευρώπης και εκτείνονται σε ένα μήκος 800 km, από την Γκρενόμπλ (Γαλλία) μέχρι την Βιέννη (Αυστρία) και με μέσο πλάτος 200 km, μεταξύ της κοιλάδας του Πάδου (Β. Ιταλία) και τα νότια σύνορα της Βαυαρίας (Ν. Γερμανία). Πρόκειται, δηλαδή, για μια τεράστια ορεινή μάζα. Το μέγιστο υψόμετρο της οροσειράς φθάνει τα 4810 m (Mont Blanc – Λευκό Όρος). Υπάρχουν 82 κορυφές με υψόμετρο άνω των 4000 m, εκ των οποίων 22 κορυφές είναι απομονωμένες και υψώνονται απότομα, τουλάχιστον 500 m υψηλότερα από τον πλησιέστερο αυχένα. Το μέσο υψόμετρο του ορεινού όγκου είναι 2500 m.

Προς τα ανατολικά, η οροσειρά των Άλπεων συνεχίζεται προς τα Καρπάθια, τον Αίμο, τις Διναρικές Άλπεις, την Ροδόπη, τις Ελληνίδες και Ταυρίδες οροσειρές και προεκτεινόμενη ανατολικότερα φθάνει μέχρι τα Ιμαλάια και την Ινδονησία. 

Από γεωλογικής απόψεως, ολόκληρη αυτή η αλυσίδα οροσειρών θεωρείται ότι σχηματίσθηκε κατά την τελευταία ορογένεση, την λεγόμενη Αλπική Ορογένεση. Είναι, όμως, άγνωστο, εάν ο μηχανισμός και η ηλικία της ορογένεσης είναι ο ίδιος, σε όλο το μήκος της αλυσίδας. Π.χ. στις Ινδίες και τα Ιμαλάια υποστηρίζεται ότι η ορογένεση είναι μειοκαινικής ηλικίας, ενώ στην Ευρώπη, ότι είναι Ηωκαινικής.

Στην την Ευρώπη, ιδιαίτερα, πολλοί ερευνητές που μελέτησαν την γεωλογία της Ελλάδας, θεώρησαν - και θεωρούν - ότι οι Άλπεις και οι Ελληνίδες οροσειρές έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Πολλές θεωρίες, που αναπτύχθηκαν για να ερμηνεύσουν την γεωλογική δομή των Άλπεων, μεταφέρθηκαν και στην Ελλάδα και έγινε προσπάθεια η γεωλογική δομή του ελληνικού χώρου να ερμηνευθεί με βάση αυτές τις θεωρίες.

Όμως, στην πορεία του χρόνου, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, τα βασικά ορογενετικά μοντέλα αναθεωρήθηκαν, παγκοσμίως, τουλάχιστον τρεις φορές. Οι νέες θεωρίες δεν υιοθετήθηκαν αμέσως, από την διεθνή επιστημονική κοινότητα, αλλά καθυστέρησαν, καθώς αντιμετώπισαν έντονη αντίδραση από τους οπαδούς των παλαιότερων θεωριών. Έτσι, σήμερα παρατηρείται το φαινόμενο διάφορες γεωγραφικές περιοχές των Άλπεων ή των Ελληνίδων να ερμηνεύονται με βάση διαφορετικά ορογενετικά μοντέλα ή με συνδυασμούς διαφόρων μοντέλων, με αποτέλεσμα να υπάρχει, σήμερα, πλήρης σύγχυση απόψεων, σχετικά με την ορογενετική διαδικασία που οδήγησε στον σχηματισμό των ορέων.


4. Τα σπουδαιότερα ορογενετικά μοντέλα.

Κάνω μια παρένθεση εδώ, για να αναφέρω, εν συντομία, την ιστορία των τριών βασικών ορογενετικών μοντέλων, διότι, αν και είναι τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, ελάχιστα επηρέασαν (σχεδόν επί 200 χρόνια) τις αρχικές απόψεις περί φλύσχη, που είχε διατυπώσει ο Studer.

Α) Το πρώτο ορογενετικό μοντέλο ίσχυσε κατά τον 19ο αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή, οι ερευνητές δέχονταν ότι ολόκληρος ο φλοιός της Γης (ήπειροι και ωκεανοί) έχει ενιαία σύσταση και ότι αποτελείται από πετρώματα τριών βασικών προελεύσεων: τα εκρηξιγενή, τα ιζηματογενή και τα μεταμορφωμένα. Τα εκρηξιγενή είχαν προκύψει από την ψύξη του αρχικού διάπυρου σώματος, που ήταν η Γη και από αυτά σχηματίσθηκε ο πρώτος στερεός φλοιός. Όταν η Γη ψύχθηκε αρκετά και σχηματίσθηκε η ατμόσφαιρα, η ξηρά και η θάλασσα, τότε άρχισε υπό την επίδραση των ατμοσφαιρικών παραγόντων, η διάβρωση της ξηράς και ο σχηματισμός των ιζηματογενών πετρωμάτων. Τα μεταμορφωμένα πετρώματα σχηματίσθηκαν από την καταβύθιση σε μεγάλα βάθη τεμαχών του φλοιού, που αποτελούνταν από εκρηξιγενή, ιζηματογενή ή ακόμη και από παλαιότερα μεταμορφωμένα πετρώματα. Όσον αφορά την στρωματογραφική διάταξη του φλοιού, αυτή ήταν απλή: Στην βάση βρίσκονταν τα εκρηξιγενή πετρώματα, ενδιαμέσως τα μεταμορφωμένα και στην κορυφή τα ιζηματογενή.

Οι τεκτονικές κινήσεις ήταν κατακόρυφες. Εάν επιδρούσαν σε περιοχές πολύ μεγάλης κλίμακας, όπως ήταν οι ήπειροι και οι ωκεανοί, τότε ονομάζονταν ηπειρογενετικές. Εάν επιδρούσαν σε μικρότερες περιοχές, τότε ονομάζονταν ορογενετικές. Γενικώς, υπήρχε η πεποίθηση, ότι οι ορογενετικές κινήσεις ήταν ταχύτερες των ηπειρογενετικών και ότι ελάμβαναν χώρα κυρίως πέριξ των μεγάλων ηπείρων, όπου τμήματα του θαλασσίου πυθμένα ανυψώνονταν και σχημάτιζαν νέα όρη.

Με τον τρόπο αυτό, δημιουργήθηκε η ιδέα ότι πέριξ των ηπείρων, με διαδοχικές ορογενέσεις σχηματίζεται συνεχώς νέα ξηρά. Η διαδικασία αυτή ονομάσθηκε προσαύξηση των ηπείρων.


Β) Το δεύτερο ορογενετικό μοντέλο αναπτύχθηκε κατά το τέλος του 19ου αιώνα, όταν πλέον είχε εδραιωθεί παγκοσμίως η θεωρία της προσαύξησης των ηπείρων.

Στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η προσαύξηση των ηπείρων  υποτίθεται ότι έγινε σε τέσσερις ορογενετικούς κύκλους: α) Προκάμβριος ορογένεση (Σουηδία, Φιλανδία, Δανία, Πολωνία, Ουκρανία, Ρωσία), β) Καληδόνιος ορογένεση, κατά το Κατώτερο Παλαιοζωικό, (Νορβηγία και Βρετανικές νήσοι), γ) Ερκύνιος ορογένεση, Ανώτερο Παλαιοζωικό (Ιβηρική χερσόνησος, Ιρλανδία, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Πολωνία, Ρουμανία), δ) Αλπική ορογένεση, Μεσοζωικός – Καινοζωικός αιώνας (Ν. Ισπανία, Ν. Γαλλία, Ιταλία, Ελβετία, Αυστρία, Ουγγαρία, Βαλκάνια, Μικρά Ασία).

Σε μια δεδομένη περιοχή, ο εκάστοτε ορογενετικός κύκλος ξεκινούσε με την επίκλυση της θάλασσας επί του περιθωρίου της υφιστάμενης ηπείρου (που έπαιζε τον ρόλο του υποβάθρου), συνεχιζόταν με την απόθεση ιζημάτων (που έπαιζαν τον ρόλο του επικαλύμματος) και κατέληγε με την ανάδυση της περιοχής και την δημιουργία των ορέων (κυρίως ορογένεση). Σε κάθε περιοχή ήταν σημαντικό ζήτημα να προσδιορισθεί το υπόβαθρό της, που συνήθως ήταν μεταμορφωμένο, και η υπερκείμενη ιζηματογενής ακολουθία, που συνήθως ήταν αμεταμόρφωτη. Αυτό ήταν το αντικείμενο της Στρωματογραφίας.

Όπως διαπιστώθηκε, όμως, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Μέσα στις μεγάλες περιοχές, όπου υποτίθεται ότι έδρασε ο καθένας από τους παραπάνω τέσσερις ορογενετικούς κύκλους, διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις, δηλαδή υπήρχαν μικρές σχετικά γειτονικές περιοχές, που είχαν, μεταξύ τους, μεγάλες διαφορές, όσον αφορά την στρωματογραφία και την τεκτονική τους. Οι περιοχές αυτές ονομάσθηκαν γεωτεκτονικές ζώνες.

Για να εξηγηθεί αυτό το φαινόμενο, διατυπώθηκε η άποψη, ότι οι γεωτεκτονικές ζώνες σχηματίσθηκαν διαδοχικά, κατά την διάρκεια ενός ορογενετικού κύκλου. Στην αρχή σχηματίσθηκε η εσωτερικότερη ζώνη, που περιέβαλλε την προϋπάρχουσα ήπειρο, και στην συνέχεια σχηματίσθηκαν οι πιο εξωτερικές ζώνες, προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς την κατεύθυνση, δηλαδή, όπου υπήρχε ένας μεγάλος ωκεανός. 

Στην Ελλάδα, ο πρώτος που εφήρμοσε στο ύπαιθρο τις παραπάνω θεωρίες, περί γεωτεκτονικών ζωνών, ήταν ο περίφημος Γερμανός γεωλόγος Alfred Philippson (1864 - 1953). Ο Philippson θεώρησε ότι οι κρυσταλλοπαγείς μάζες της Ροδόπης και των Κυκλάδων, που καταλαμβάνουν το βόρειο και ανατολικό τμήμα της "Αιγαιΐδας" αντιστοιχούν στο περιθώριο της προϋπάρχουσας ερκυνίου ευρωπαϊκής ηπείρου, γύρω από το οποίο προσετέθησαν, κατά την αλπική ορογένεση, οι άλλες γεωτεκτονικές ζώνες, από ανατολικά προς τα δυτικά. Την ίδια γενική φιλοσοφία ακολούθησαν και οι επόμενοι μεγάλοι γεωλόγοι ερευνητές του α΄ ημίσεως του 20ου αιώνα (Renz, Brunn, Aubouin), με μικρές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους.

Όλοι οι παραπάνω ερευνητές θεωρούσαν ότι σε κάθε γεωτεκτονική ζώνη συνέβη ένας μικρός κύκλος (επίκλυση, ιζηματογένεση, ανάδυση, πτύχωση), όπως ακριβώς υποτίθεται ότι έγιναν και οι τέσσερις μεγάλες ορογενέσεις, που αναφέραμε πιο πάνω. Στα πλαίσια κάθε μικρού κύκλου, οι ερευνητές τοποθετούσαν, χρονικά, την δημιουργία ενός φλύσχη, κάπου μεταξύ ιζηματογένεσης και ανάδυσης, διότι θεωρούσαν ότι ο φλύσχης ήταν το τελευταίο ιζηματογενές πέτρωμα μιας ζώνης και μετά ακολουθούσε η φάση της πτύχωσης. Αυτή η ακολουθία των γεγονότων εξηγούσε το γεγονός ότι ο φλύσχης εμφανιζόταν πάντοτε πτυχωμένος.  

Γ)  Το τρίτο ορογενετικό μοντέλο αναφέρεται στην Θεωρία των Τεκτονικών Πλακών, η οποία στην αρχική της μορφή (Θεωρία της Μετακίνησης των Ηπείρων) προτάθηκε από τον Alfred Wegener, το 1912. Αρχικά, η θεωρία αυτή είχε απορριφθεί. Μετά, όμως, από 50 χρόνια, επανήλθε στο προσκήνιο και σήμερα είναι γενικώς αποδεκτή.

Η Θεωρία των Τεκτονικών Πλακών αναπτύχθηκε, κυρίως, κατά την 10ετία του 1970 από αμερικανούς ερευνητές.  Σήμερα, όσον αφορά την Ευρώπη, έχει γίνει πλέον αποδεκτό, ότι η Αλπική Ορογένεση οφείλεται στην προσέγγιση Αφρικανικής και Ευρωπαϊκής πλάκας. Οι δύο πλάκες κινήθηκαν οριζοντίως και, προφανώς, οι τάσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ τους, είχαν ως αποτέλεσμα την πτύχωση του φλοιού της Γης. Ολόκληρο το νότιο περιθώριο της Ευρωπαϊκής πλάκας πτυχώθηκε και δημιουργήθηκαν οι Άλπεις και όλες οι σύγχρονές τους οροσειρές (Καρπάθια, Αίμος, Διναρικές Άλπεις, Ελληνίδες, Ταυρίδες  κλπ.).

Η παραπάνω θεώρηση αν και είναι γενικώς παραδεκτή, είναι πολύ γενική. Μέχρι σήμερα δεν έχουν εξακριβωθεί με σαφήνεια οι λεπτομέρειες της ορογένεσης και υπάρχουν δύο βασικά ερωτήματα:

Το πρώτο ερώτημα είναι η ηλικία της πτύχωσης. Οι παλαιότεροι ερευνητές τοποθετούσαν την ορογένεση και την δημιουργία του φλύσχη στο Παλαιογενές. Σήμερα, όμως, έχουμε πολλά δεδομένα, που αποδεικνύουν ότι η Αλπική Ορεογένεση είναι πολύ νεώτερη, δηλαδή Μειοκαινικής – Πλειοκαινικής  ηλικίας. Υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα οι Άλπεις να πτυχώθηκαν συγχρόνως με τα Ιμαλάια, των οποίων η δημιουργία τοποθετείται χρονολογικώς μετά την απόθεση της μολάσσας, δηλαδή να είναι μειοκαινικής - πλειοκαινικής ηλικίας. Προς την κατεύθυνση αυτών των απόψεων οδηγούν και οι παρατηρήσεις που έχουν γίνει και στην Ελλάδα, από τον γράφοντα, σχετικά με την τεκτονική θέση της μολάσσας και του φλύσχη (βλέπε παρακάτω).

Το δεύτερο ερώτημα είναι τι απέγιναν, μετά την ορογένεση, η Αφρικανική Πλάκα και η θάλασσα της Τηθύος. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η Αφρικανική Πλάκα διείσδυσε κάτω από την Ευρωπαϊκή και εξαφανίσθηκε μέσα στον μανδύα. Αυτό είναι πολύ αμφίβολο. Διότι είναι πολύ δύσκολο να δεχθούμε ότι η Αφρικανική πλάκα, που αποτελείται από υλικά γρανιτικής σύστασης (μικρής πυκνότητας) κατόρθωσε να εισχωρήσει μέσα στον μανδύα (υλικό μεγάλης  πυκνότητας) και να εξαφανισθεί. Το πιθανότερο είναι, ότι η Αφρικανική Πλάκα διείσδυσε οριζόντια, και τοποθετήθηκε μεταξύ του μανδύα και της Ευρωπαϊκής Πλάκας, σχηματίζοντας έναν φλοιό που αποτελείται από δύο επάλληλες πλάκες (αφρικανική – ευρωπαϊκή), ο οποίος  "επιπλέει" επάνω στα πυκνότερα υλικά του μανδύα.

Στην Ελλάδα, πολύ συχνά παρατηρείται το φαινόμενο, ο φλύσχης και η μολάσσα να έχουν πτυχωθεί αρμονικά. Δηλαδή να έχουν προσβληθεί ταυτόχρονα από την ορογένεση. Επομένως πρόκειται για δύο προ-ορογενετικούς σχηματισμούς, όσον αφορά την ηλικία της ιζηματογένεσης. Επειδή δε η μολάσσα έχει, συνήθως, μειοκαινική ηλικία (βάσει απολιθωμάτων),  συνάγεται εύκολα το συμπέρασμα, ότι οι πτυχώσεις έλαβαν χώρα μετά την απόθεσή της, δηλαδή κατά το Κάτω Πλειόκαινο. Επομένως, στην Ελλάδα, η Αλπική Ορογένεση είναι κάτω-πλειοκαινικής ηλικίας και όχι ηωκαινικής, όπως πιστεύεται μέχρι σήμερα.

Λεπτομερέστερες πληροφορίες, σχετικά με την ελληνική ορογένεση, μπορεί να βρει ο αναγνώστης στην διεύθυνση: http://geologiaelladas.blogspot.com/2019/04/blog-post.html.


5. Ο Φλύσχης της Ελλάδας.
(παράγραφος υπό προετοιμασία...)


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ.


1 - Ο Bernhard Studer εφευρέτης του όρου φλύσχης.


2 - Ο φλύσχης στο Simmental (κοιλάδα του ποταμού Simme) στο Καντόνι της Βέρνης (Ελβετία).


3 - Τυπική εμφάνιση φλύσχη με εναλλαγές μαργών - ψαμμιτών (Βαυαρία).


4 - Απόκρημνη ακτή σε φλύσχη στην Fiesa της Σλοβενίας.


5 - Απόκρημνη ακτή φλύσχου στο Sain-Jean-de-Luz στα Πυρηναία (Γαλλία).


6 - Απόκρημνη ακτή φλύσχη στο Baixo Alentejo της Πορτογαλίας.


7 - Παράκτια εμφάνιση φλύσχου στην Χώρα των Βάσκων (Ισπανία).


8 - Φλύσχης στα Καρπάθια (Πολωνία).


9 - Εμφάνιση φλύσχη μέσα στην κοίτη ενός ποταμού στην Ουκρανία.