Ορογενετικές Θεωρίες.

1. Εισαγωγή

Από την αρχή της εμφάνισης της γεωλογίας, ως επιστήμης, οι γεωλόγοι προσπάθησαν να εξηγήσουν τα φαινόμενα που παρατηρούνται επάνω στην επιφάνεια της Γης. Οι μεγάλες υψομετρικές ανωμαλίες της Γης, δηλαδή οι οροσειρές, προκάλεσαν το γεωλογικό ενδιαφέρον από πολύ νωρίς.

Γρήγορα διαπιστώθηκε, ότι το ανάγλυφο της Γης ανανεώνεται συνεχώς. Εάν δεν συνέβαινε αυτό, σύντομα η επιφάνεια των ηπείρων θα μετατρεπόταν σε ένα επίπεδο, λόγω της ατμοσφαιρικής διάβρωσης, που τείνει, διαρκώς, να ισοπεδώσει κάθε ανωμαλία της επιφάνειας της Γης. 

Η παρατήρηση των στρωματογραφικών ασυμφωνιών έδειξε ότι ο φλοιός της Γης μεταβάλλεται συνεχώς, δηλαδή πτυχώνεται, αναδύεται, διαβρώνεται και μετά βυθίζεται και πάλι κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και καλύπτεται από νέα ιζήματα. Η διαδικασία αυτή ονομάσθηκε Ορογένεση.

Επειδή ήταν φανερό, ότι οι εξωτερικοί γεωλογικοί παράγοντες, όπως π.χ. η διάβρωση και η ιζηματογένεση, δεν ήταν δυνατόν από μόνοι τους να δημιουργήσουν μιαν οροσειρά, εξ αρχής δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι τα αίτια της ορογένεσης πρέπει να βρίσκονται σε παράγοντες που δρουν στο εσωτερικό της Γης.

Όπως εύκολα μπορούσε να διαπιστώσει κανείς, παρατηρώντας έναν γεωφυσικό χάρτη της Γης, οι μεγάλες οροσειρές εμφανίζονται, συνήθως, στα κράσπεδα των μεγάλων ηπείρων. Η παρατήρηση αυτή δημιούργησε την υπόνοια ότι η ορογένεση είναι ένα φαινόμενο που σχετίζεται με την περιθωριακή ζώνη των ηπείρων. Για να συμβαίνει βέβαια αυτό θα έπρεπε να δεχθούμε ότι στην περιφέρεια των ηπείρων επικρατούν διαφορετικές συνθήκες απ' ότι στο εσωτερικό τους. Αυτό όμως, δεν ήταν εύκολο να δικαιολογηθεί, επιστημονικώς.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες σχετικά με την δομή του φλοιού της Γης. Αρχικά, οι γεωλόγοι υπέθεταν ότι ολόκληρος ο φλοιός της Γης είχε ενιαία δομή, δηλαδή ότι δεν υπήρχε διαφορά σύστασης μεταξύ ηπείρων και ωκεανών. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, οι ωκεανοί είχαν φλοιό παρόμοιο με αυτόν των ηπείρων, δηλαδή αποτελούνταν από ένα κατώτερο βασαλτικό στρώμα (sima) και ένα ανώτερο γρανιτικό στρώμα (sial). Επίσης, υπήρχε η πεποίθηση, ότι σχηματισμός των ωκεανών οφειλόταν σε καθαρώς τεκτονικά αίτια, δηλαδή σε εγκατακρημνίσεις ή βυθίσεις του φλοιού της Γης. Π.χ. ο σχηματισμός του Ατλαντικού ωκεανού εθεωρείτο ότι οφειλόταν στην βύθιση μιας αρχέγονης ηπείρου, της Ατλαντίδος, η οποία υποτίθεται ότι βρισκόταν μεταξύ Ευρώπης - Αφρικής και Αμερικής. Φυσικά, όλοι πίστευαν, ότι ο πυθμένας των ωκεανών καλύπτοταν από ιζήματα μεγάλου πάχους, τα υλικά των οποίων προέρχονταν από την αποσάθρωση των οροσειρών των γειτονικών ηπείρων.

Παράλληλα με την παραπάνω θεωρία, διατυπώθηκαν και διάφορες θεωρίες σχετικά με την Ορογένεση, η οποία, όπως αναφέρθηκε, ήταν ένα φαινόμενο που εντοπιζόταν στα ηπειρωτικά κράσπεδα. Στις θεωρίες αυτές θα αναφερθούμε, λεπτομερώς, σε επόμενες παραγράφους. Εδώ, όμως, οφείλουμε να επισημάνουμε, ότι επί πολλές δεκαετίες, το αίτιο που προκαλεί την πτύχωση (συρρίκνωση) του φλοιού και την δημιουργία αναγλύφου (ορογένεση), παρέμενε μυστηριώδες. Διότι, ενώ ήταν εμφανές, από τις υπαίθριες παρατηρήσεις, ότι τα στρώματα του φλοιού είχαν πτυχωθεί και ότι αυτό προϋπέθετε την πλευρική οριζόντια μετακίνηση και τοπική συμπίεση τμημάτων του φλοιού, ταυτόχρονα αγνοούσαμε παντελώς την προέλευση των σχετικών οριζοντίων δυνάμεων και τον μηχανισμό δημιουργίας των πτυχώσεων.
 

2. Η θεωρία του Γεωσυγκλίνου.

Η αναζήτηση των αιτίων που προκαλούν την ορογένεση, οδήγησε στην διατύπωση της θεωρίας του Γεωσυγκλίνου.

Η έννοια του γεωσυγκλίνου εισήχθηκε για πρώτη φορά από τον αμερικανό γεωλόγο James Hall το 1859, για να ερμηνευθεί η δομή των Αππαλαχίων Ορέων (Appalachian Mountains), που βρίσκονται στην Βόρεια Αμερική, προς την πλευρά του Ατλαντικού ωκεανού. Τα Αππαλάχια όρη σχηματίσθηκαν κατά την Καληδόνιο Ορογένεση, που έλαβε χώρα κατά το Ορδοβίσιο. Ο όρος "γεωσύγκλινο" χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον James Dwight Dana το 1873.

Στα Αππαλάχια παρατηρήθηκε ότι η οροσειρά μπορεί να χωρισθεί σε δύο ζώνες, που διαφέρουν ως προς την λιθολογία τους: Η πρώτη ζώνη βρίσκεται προς τα δυτικά, προς το εσωτερικό της ηπείρου, και αποτελείται από νηριτικά ιζήματα (ασβεστόλιθους και χαλαζιακούς ψαμμίτες), ενώ η δεύτερη ζώνη βρίσκεται προς τα ανατολικά και αποτελείται από παχιά μη ασβεστολιθικά ιζήματα βαθιάς θάλασσας (σχιστοκερατόλιθους) και από ηφαιστειακά πετρώματα. Οι παρατηρήσεις έδειξαν ότι και άλλες οροσειρές της Γης έχουν παρόμοια δομή.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, οι Hall και Dana θεώρησαν ότι όλες οι οροσειρές προέρχονται από ιζηματογενή πετρώματα, που αρχικά είχαν αποτεθεί σε μεγάλες λεκάνες και αργότερα πτυχώθηκαν και αναδύθηκαν. Οι λεκάνες αυτές ονομάσθηκαν γεωσύγκλινα.

Το γεωσύγκλινο στο οποίο γίνεται η ασβεστολιθική ιζηματογένεση ονομάσθηκε μειογεωσύγκλινο, ενώ το γεωσύγκλινο στο οποίο γίνεται η απόθεση σχιστοκερατόλιθων και ηφαιστειακών πετρωμάτων ονομάσθηκε ευγεωσύγκλινο. Τα γεωσύγκλινα δημιουργούνται μεταξύ μιας ηπείρου και ενός ωκεανού, με το μειογεωσύγκλινο προς την πλευρά της ηπείρου και το ευγεωσύγκλινο προς την πλευρά του ωκεανού.

Το 1893 ο Αυστριακός γεωλόγος Eduard Suess αφού μελέτησε τις σχέσεις μεταξύ Αφρικής και Ευρώπης, με παλαιοντολογικά κριτήρια, διατύπωσε την άποψη ότι οι Βόρειες Άλπεις προέρχονται από την ανάδυση μιας θάλασσας της οποίας τα υπολείμματα αντιστοιχούν σήμερα στην Μεσόγειο θάλασσα. Η θάλασσα αυτή ονομάσθηκε από τον ίδιο Τηθύς.

Ο Suess ανακάλυψε επίσης ότι το φυτό Glossopteris, που χαρακτηρίζει το Πέρμιο, είχε μεγάλη εξάπλωση στο νότιο ημισφαίριο όλων των ηπείρων (Ινδίες, Νότιος Αμερική, Αυστραλία, Αφρική, Μαδαγασκάρη, ενώ αργότερα ανακαλύφθηκε και στην Ανταρκτική). Βασιζόμενος σ' αυτό το γεγονός διατύπωσε την άποψη ότι κατά το Πέρμιο όλες οι παραπάνω ήπειροι ήταν ενωμένες σε μια ενιαία αρχέγονη ήπειρο, την οποία ονόμασε ο ίδιος Γκοντβάνα (Gondwana).

Ο Suess πίστευε επίσης, ότι ο διαχωρισμός των ηπείρων οφείλεται σε τεκτονική καταβύθιση τμημάτων της Γκοντβάνα, που δημιούργησε τους ωκεανούς. Έτσι, δημιουργήθηκε η αντίληψη ότι ο βυθός των ωκεανών έχει παρόμοια σύσταση με αυτή της αρχέγονης ηπείρου Γκοντβάνα, δηλαδή αποτελείται από πολύ παλαιά μεταμορφωμένα και εκρηξιγενή πετρώματα.

Το 1900 ο Γάλλος γεωλόγος Gustave Emile Haug μετά από πολλές έρευνες στις Δυτικές Άλπεις (Νοτιοανατολική Γαλλία) διατύπωσε την άποψη ότι οι οροσειρές σχηματίζονται κατά μήκος στενών θαλασσίων ζωνών που χωρίζουν δύο σταθερές ηπείρους. Οι θαλάσσιες ζώνες του Haug αντιστοιχούν στα γεωσύγκλινα του James Hall. Ο Haug, επίσης, υποστηρίζει ότι η βύθιση του γεωσυγκλίνου συνοδεύεται από επικλύσεις της θάλασσας, ενώ η ανύψωση του γεωσυγκλίνου συνοδεύεται από αποσύρσεις.

Ο ίδιος ερευνητής επισημαίνει την σημασία των παλαιοντολογικών ερευνών για την ερμηνεία της παλαιογεωγραφίας και δέχεται την άποψη του Suess, ότι η παρουσία των ίδιων απολιθωμάτων σε διαφορετικές ηπείρους είναι ένδειξη ότι υπήρχε μια παλαιά ενιαία ήπειρος, η οποία αργότερα κατακερματίσθηκε λόγω βύθισης των ενδιάμεσων ωκεανών. Π.χ. δέχεται ότι μεταξύ Αφρικής και Νοτίου Αμερικής υπήρχε η Αφρικανο-Βραζιλιανή ήπειρος, η οποία με την βύθιση του Ατλαντικού ωκεανού διασπάσθηκε σε δύο ηπείρους.

Οι απόψεις του Haug για το γεωσύγκλινο διαφέρουν από αυτές των Hall και Dana, διότι οι τελευταίοι τοποθετούσαν τα γεωσύγκλινα περιφερειακώς των ηπείρων, μεταξύ ηπείρου και ωκεανού, ενώ ο Haug τα τοποθετούσε μεταξύ δύο σταθερών ηπείρων, εκ των οποίων η μία μπορούσε να είναι βυθισμένη και να αποτελεί ωκεανό.


3. Η θεωρία της Μετακίνησης των Ηπείρων.

Το 1915 ο Γερμανός αστρονόμος και μετεωρολόγος Alfred Wegener, στο βιβλίο του "Η προέλευση των ηπείρων και των ωκεανών" υποστήριξε ότι οι ήπειροι, που σήμερα εμφανίζονται να είναι απομονωμένες μεταξύ τους, στο παρελθόν ήταν ενωμένες σε μια ενιαία ήπειρο την Gondwana, όπως είχε ήδη υποστηρίξει ο Suess.

Όμως, ο Wegener δεν δέχθηκε την άποψη του Haug για τους ωκεανούς, ότι δηλαδή αυτοί αποτελούν βυθισμένες ηπείρους. Αντίθετα, υποστήριξε ότι η Gondwana διαχωρίστηκε σε ηπείρους λόγω της οριζόντιας μετακίνηση και απομάκρυνσης των ηπειρωτικών τεμαχών, στα οποία είχε διασπασθεί αυτή η αρχέγονος ήπειρος. Έτσι, κατά την διάρκεια του Μεσοζωικού, αποσπάσθηκε η Νότια Αμερική από την Αφρική και απομακρύνθηκε, δημιουργώντας τον Νότιο Ατλαντικό ωκεανό.

Κατά τον Wegener, οι ήπειροι είναι μάζες Sial, που επιπλέουν επάνω σε ένα παχύρρευστο Sima. Ο πυθμένας των ωκεανών αποτελείται σχεδόν μόνο από Sima, επάνω στο οποίο γλιστρούν οι ήπειροι. Λόγω της τριβής της κινούμενης ηπείρου επί του παχύρρευστου Sima, στο μέτωπο της κινούμενης ηπείρου σχηματίζεται μια επιμήκης πτυχωμένη οροσειρά. Έτσι εξηγείται η δημιουργία των Άνδεων και των Βραχωδών Ορέων στην δυτική πλευρά της Αμερικής.

Ο Wegener ήταν ο πρώτος, που υποστήριξε ότι οι ωκεανοί διαφέρουν ριζικά από τις ηπείρους, ως προς την πετρολογική τους σύσταση, πράγμα που αποδείχθηκε πολύ αργότερα, το 1947.

Η θεωρία της μετακίνησης των ηπείρων του Wegener συνάντησε έντονες αντιδράσεις από τους υποστηρικτές της θεωρίας του γεωσυγκλίνου. Ο ίδιος πέθανε από το ψύχος κατά την διάρκεια μιας επιστημονικής αποστολής στη Γροιλανδία το 1930 και δεν πρόλαβε να δει την επιβεβαίωση της θεωρίας του, που έγινε κατά την 10ετία του 1960. Η θεωρία του αποτελεί τον πρόδρομο της θεωρίας της Τεκτονικής των Πλακών.


4. Ευγεωσύγκλινα και Μειογεωσύγκλινα.

Το 1924 ο Γερμανός γεωλόγος Hans Wilhelm Stille πρότεινε τον όρο Κρατόν (Kraton) για τα τμήματα του φλοιού της Γης που είναι πολύ παλαιά και παραμένουν αναλλοίωτα. Κατά τον Stille τα γεωσύγκλινα περιβάλλονται από τα κρατόν, τα οποία είναι δύο ειδών: τα ηπειρωτικά και τα υποθαλάσσια. Έτσι είναι δυνατόν να έχουμε δύο ειδών γεωσύγκλινα, είτε μεταξύ δύο στερεών ηπειρωτικών μαζών (Τηθύς - Άλπεις), είτε μεταξύ ενός ηπειρωτικού κρατόν και ενός υποθαλάσσιου (όπως στην Αμερική).

Το 1940, ο Stille προσπαθώντας να συμπεριλάβει στην έννοια του γεωσυγκλίνου τα φαινόμενα της ηφαιστειότητας (των οφιόλιθων) και του μεταμορφισμού, επιχείρησε να κάνει μια νέα κατάταξη διαιρώντας το γεωσύγκλινο σε δύο παράλληλες τάφρους. Έτσι διακρίνει το μειογεωσύγκλινο, που βρίσκεται προς την πλευρά του ηπειρωτικού κρατόν και στερείται οφιόλιθων, από το ευγεωσύγκλινο, που βρίσκεται προς την πλευρά του υποθαλασσίου κρατόν και περιέχει οφιόλιθους.

Ο Hans Stille μαζί με τον Hans Cloos συνετέλεσαν αποφασιστικά, στο να απορριφθεί και να παραμείνει στην αφάνεια (τουλάχιστον στην Γερμανία) η θεωρία της μετακίνησης των ηπείρων του Alfred Wegener. Ο Stille μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1966, παρέμεινε φανατικός εχθρός των ιδεών του Wegener.


5. Οι Μεσοωκεάνιες Ράχες (Mid-Ocean Ridges).

Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο αρχίζει μια νέα εποχή για την Γεωλογία. Οι έρευνες δεν περιορίζονται πλέον στον μικρόκοσμο της Πετρολογίας και της Παλαιοντολογίας αλλά επεκτείνονται σε τεράστιες περιοχές, χάρη στην εξέλιξη της Ωκεανογραφίας, της Σεισμολογίας και της Γεωφυσικής.

Το καλοκαίρι του 1947, ο Αμερικανός γεωφυσικός και ωκεανογράφος Maurice Ewing, καθηγητής στο Columbia University, χρησιμοποιώντας το ερευνητικό πλοίο «Ατλαντίς», άρχισε να εξερευνά τον βυθό του Ατλαντικού. Έγιναν, τότε, τρεις σημαντικές ανακαλύψεις:
α) Τα ηχοβολιστικά μηχανήματα έδειξαν ότι ο βυθός στα μεγάλα βάθη (αβύσσους) ήταν σχεδόν επίπεδος, όμως στο κέντρο περίπου του ωκεανού ανυψώνονταν υποθαλάσσια όρη ύψους χιλιάδων μέτρων.
β) Οι δειγματοληψίες που έγιναν στα σημεία αυτά, έδωσαν βασάλτη. Αυτό έδειχνε ότι η σύσταση του πυθμένα του ωκεανού ήταν διαφορετική από αυτή των ηπείρων, διότι ο βασάλτης είναι ένα σχετικά σπάνιο πέτρωμα στις ηπείρους.
γ) Οι σεισμικές μετρήσεις έδειξαν ότι το πάχος του ωκεάνιου φλοιού ήταν ανεξήγητα λεπτό, μόλις 5 χλμ. περίπου, σε αντίθεση με το πάχος του φλοιού των ηπείρων, που είναι πάνω από 30 χλμ. Οι επιστήμονες της εποχής εκείνης πίστευαν ότι οι ωκεανοί έχουν ηλικία τουλάχιστον 4 δισεκατομμυρίων ετών και επομένως το παχος των συσσωρευμένων στον πυθμένα τους ιζημάτων θα έπρεπε να είναι πολύ μεγάλο.

Το 1948, στην ερευνητική ομάδα του Ewing προστέθηκε ο γεωλόγος - ωκεανογράφος Bruce Heezen και η γεωλόγος - χαρτογράφος Marie Tharp. Μέχρι το 1952 με την βοήθεια χιλιάδων βυθομετρήσεων, χαρτογραφήθηκε λεπτομερώς το ανάγλυφο του βυθού του Ατλαντικού και διαπιστώθηκε ότι οι υποθαλάσσιες ράχες (ridges) είχαν στο μέσον τους μια συνεχή αύλακα (rift) σε σχήμα V.

Η δομή αυτή δημιούργησε για πρώτη φορά στους Heezen και Tharp την σκέψη ότι μπορούσε να συμβαίνει πράγματι το φαινόμενο της μετακίνησης των ηπείρων, όπως είχε υποστηρίξει ο Wegener. Δηλαδή, ήταν πιθανό το νέο υλικό που ανέβαινε από το εσωτερικό της Γης (μέσω της αύλακας που χώριζε την ράχη στα δύο) να ωθούσε και να απομάκραινε μεταξύ τους τις πλευρές της αύλακας, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει σε διαστάσεις ο ωκεανός και να απομακρύνονται μεταξύ τους οι ήπειροι.

Επίσης, στα πλαίσια των ερευνών τους, οι Ewing, Heezen και Tharp κατασκεύασαν σεισμολογικούς χάρτες με επίκεντρα υποθαλάσσιων σεισμών και διαπίστωσαν ότι τα επίκεντρα των σεισμών ευθυγραμμίζονται με την μεσοωκεάνια αύλακα. Συνεχίζοντας την αντιπαραβολή βυθομετρήσεων και σεισμών ανακάλυψαν ότι το σύστημα της μεσοωκεάνιας αύλακας εκτείνεται σε όλους τους ωκεανούς, σε συνολικό μήκος 65.000 χιλιομέτρων περιζώνοντας ολόκληρη την γήινη σφαίρα.

Ο Heezen έκανε μια παρουσίαση της ανακάλυψης των μεσοωκεάνιων αυλάκων το 1957, οπότε ο διακεκριμένος καθηγητής Harry Hess, του πανεπιστημίου Princeton, σηκώθηκε και του είπε: «Νεαρέ, συγκλονίσατε τα θεμέλια της Γεωλογίας».

Ο ίδιος ο Heezen δεν αντιλήφθηκε αμέσως την σημασία της ανακάλυψης των μεσοωκεάνιων αυλάκων, διότι δεν πίστευε στην θεωρία της μετακίνησης των ηπείρων του Wegener (όπως άλλωστε και ο Ewing). Αντίθετα, πίστευε ότι οι μεσοωκεάνιες αύλακες επιβεβαίωναν την θεωρία της Διογκούμενης Γης (Expanding Earth Theory), που είχε προταθεί από τον Αυστραλό γεωλόγο Samuel Warren Carey το 1956.


6. Η Υποβύθιση (Subduction).

Οι περισσότεροι γεωλόγοι δεν είχαν πεισθεί από τη θεωρία του Carey, αλλά, αντίθετα, πίστευαν ότι από την εποχή της δημιουργίας της Γης (πριν από 4,6 δισεκατομμύρια χρόνια) ο πλανήτης δεν είχε αλλάξει διαστάσεις.

Έτσι, δημιουργήθηκε το ερώτημα, πως μπορούσε η προσθήκη νέου βυθού, κατά μήκος των μεσοωκεάνιων ράχεων, να μη προκαλεί μεταβολή στις διαστάσεις των ωκεανών.

Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα δόθηκε από τον Harry Hess, το 1962, ο οποίος σε ένα άρθρο του με τίτλο «History of Ocean Basins» συνδύασε όλα τα μέχρι τότε δεδομένα ως εξής:

Ο φλοιός της Γης αποτελείται από ηπείρους και ωκεανούς. Εάν στις ηπείρους συμπεριλάβουμε και την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα και τις θάλασσες μέχρι βάθους 1000 μ., τότε το 40% του φλοιού είναι ήπειροι και το 60% είναι ωκεανοί.

Ο ηπειρωτικός και ο ωκεάνιος φλοιός έχουν διαφορετική σύσταση. Ο ηπειρωτικός φλοιός αποτελείται ιζηματογενή και μεταμορφωμένα πετρώματα μέσης πυκνότητας 2,85 και πάχους 34 χλμ., ενώ ο ωκεάνιος φλοιός αποτελείται από 4,7 χλμ. σερπεντίνη πυκνότητας 2,8 και 29 χλμ. περιδοτίτη πυκνότητας 3,325. Η ισοστατική ισορροπία αποκαθίσταται σε βάθος 40 χλμ. περίπου.

Οι Μεσοωκεάνιες ράχες (Mid-Ocean Ridges) αποτελούν τις μεγαλύτερες τοπογραφικές ανωμαλίες της επιφάνειας της Γης και καταλαμβάνουν την μέση γραμμή των ωκεανών. Έχει αποδειχθεί ότι στο μέσον τους υπάρχει ένα graben όπου σημειώνονται σεισμοί μικρού βάθους. Μέσα από το graben αυτό ανέρχεται θερμό ρευστό ηφαιστειακό υλικό προερχόμενο από τον μανδύα, το οποίο στην συνέχεια ψύχεται και στερεοποιείται.

Τα ηφαιστειακά υλικά, που αναβλύζουν κατά μήκος των μεσοωκεάνιων ράχεων, δημιουργούν νέο πυθμένα, ο οποίος ωθείται πλευρικά απομακρυνόμενος κάθετα προς την γραμμή της μεσοωκεάνιας ράχης. Επομένως, οι μεσοωκεάνιες ράχες έχουν εφήμερο χαρακτήρα και επεκτείνονται.

Καθώς απομακρύνεται ο πυθμένας του ωκεανού από τις μεσοωκεάνιες ράχες, το βάθος του αυξάνει, με αποτέλεσμα πρώην κορυφές ηφαιστείων ή κοραλλιογενή νησιά να βυθίζονται σε βάθη μεγαλύτερα από 2000 μ. Τα μεγαλύτερα βάθη των ωκεανών συναντώνται στην περιφέρεια του Ειρηνικού ωκεανού, στις λεγόμενες ωκεάνιες τάφρους (ocean trenches).

Οι ωκεάνιες τάφροι του Ειρηνικού είναι περιφερειακές ζώνες όπου ο ωκεάνιος φλοιός βυθίζεται κάτω από μια γειτονική πλάκα και εξαφανίζεται εισχωρώντας μέσα στον μανδύα. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται υποβύθιση (Subduction).

Ο Ατλαντικός ωκεανός συνεχώς διευρύνεται με αποτέλεσμα να απομακρύνονται η Ευρώπη από την Αμερική, ενώ, αντίθετα, ο Ειρηνικός ωκεανός συνεχώς συρρικνώνεται.

Το φαινόμενο της διεύρυνσης ενός ωκεανού είχε ονομασθεί Seafloor Spreading, δηλαδή Επέκταση του Βυθού των Ωκεανών, από τον Robert Dietz, ένα χρόνο νωρίτερα, το 1961. Όμως, η πατρότητα της θεωρίας ανήκει στον Hess, ο οποίος ήδη από το 1959 είχε δημοσιεύσει περίληψη της θεωρίας του σχετικά με την προέλευση των ωκεανών.

Λόγω του συνδυασμού των φαινομένων της Εξάπλωσης του Βυθού και της Υποβύθισης, ο ωκεάνιος φλοιός συνεχώς ανανεώνεται (δημιουργείται και καταστρέφεται). Όπως έχει διαπιστωθεί δεν υπάρχει σήμερα ωκεάνιος φλοιός με ηλικία μεγαλύτερη από 100 εκατομμύρια χρόνια περίπου, δηλαδή παλαιότερος από το μέσο Κρητιδικό.


7. Η θεωρία της Τεκτονικής των Πλακών.

Οι παραπάνω ανακαλύψεις των Hess και Dietz αποτελούν τις βάσεις της Θεωρίας της Τεκτονικής των Πλακών. Τα βασικά σημεία της νέας θεωρίας είναι τα εξής:

Το εξωτερικό τμήμα της Γης, από απόψεως ευκαμψίας, αποτελείται από δύο στρώματα: την λιθόσφαιρα, που βρίσκεται επιφανειακά, και την ασθενόσφαιρα που βρίσκεται βαθύτερα.

Η λιθόσφαιρα έχει πάχος 70 - 150 χλμ. και περιλαμβάνει τον φλοιό μαζί με ένα τμήμα του υποκείμενου μανδύα (ονομαζόμενο «λιθοσφαιρικός μανδύας», με πάχος 100 km περίπου.  Η λιθόσφαιρα είναι άκαμπτη. Η ασθενόσφαιρα εκτείνεται βαθύτερα, στον υπόλοιπο μανδύα, και φθάνει μέχρι βάθους 500 - 700 km. Η ασθενόσφαιρα είναι σχετικώς εύκαμπτη ή πλαστική (στην κλίμακα του γεωλογικού χρόνου).

Η λιθόσφαιρα δεν είναι ενιαία, αλλά χωρίζεται σε 8 μεγάλες λιθοσφαιρικές πλάκες, που είναι οι εξής: Αφρικανική, Ευρασιατική, Βορειοαμερικανική, Νοτιοαμερικανική, Ανταρκτική, Ινδική, Αυστραλιανή και Ειρηνική. Εκτός αυτών, των 8 μεγάλων πλακών, υπάρχουν και πολλές άλλες μικρότερες. Οι πλάκες συμπεριφέρονται σαν σώματα συμπαγή και άκαμπτα, που δεν παραμορφώνονται.

Ο φλοιός, δηλαδή το ανώτερο τμήμα κάθε λιθοσφαιρικής πλάκας, ανάλογα με την λιθολογική του σύσταση, διακρίνεται σε ηπειρωτικό και ωκεάνιο. Ο ηπειρωτικός φλοιός αποτελείται από ιζηματογενή και μεταμορφωμένα πετρώματα μέσης πυκνότητας 2,7 και πάχους 30 - 70 km, ενώ ο ωκεάνιος φλοιός αποτελείται από βασάλτες μέσης πυκνότητας 3,0 και πάχους 7 km. Είναι δυνατόν μια λιθοσφαιρική πλάκα να έχει ένα τμήμα της με ηπειρωτικό φλοιό και, δίπλα της, ένα άλλο τμήμα της με ωκεάνιο φλοιό.

Ο λιθοσφαιρικός μανδύας, δηλαδή το κατώτερο τμήμα κάθε λιθοσφαιρικής πλάκας, αποτελείται από περιδοτίτες, πυκνότητας 3,3. Μεταξύ λιθοσφαιρικού μανδύα και φλοιού παρατηρείται η λεγόμενη «ασυνέχεια Mohorovicic», η οποία, όπως αναφέρθηκε, βρίσκεται σε βάθος 30 km κάτω από τις ηπείρους, και σε βάθος 7 km κάτω από τους ωκεανούς.

Οι λιθοσφαιρικές πλάκες είναι σώματα συμπαγή, τα οποία γλιστρούν και μετακινούνται επάνω στο υπόστρωμα της ασθενόσφαιρας, που αποτελείται από παχύρρευστα υλικά. Η ταχύτητα μετακίνησης των πλακών είναι αρκετά μεγάλη, της τάξης του 1 - 10 cm ανά έτος (δηλαδή 10 - 100 χλμ. ανά 1 εκατομμύριο έτη).


8. Φαινόμενα που συνδέονται με την μετακίνηση των λιθοσφαιρικών πλακών.

Κατά την μετακίνησή τους οι λιθοσφαιρικές πλάκες είναι δυνατόν να απομακρύνονται, να συγκρούονται μεταξύ τους ή να γλιστρούν η μία δίπλα στην άλλη. Ανάλογα με το είδος της κίνησης λαμβάνουν χώρα τα εξής φαινόμενα, κατά περίπτωση:


Περίπτωση 1. Όταν δύο πλάκες απομακρύνονται, τότε μεταξύ τους δημιουργείται ένα κενό, που τείνει αμέσως να συμπληρωθεί με υλικό που ανέρχεται από τον ανώτερο μανδύα, τμήματα του οποίου βρίσκονται σε ρευστή κατάσταση. Αυτή η διαδικασία λαμβάνει χώρα, όπως αναφέραμε, κατά μήκος μεγάλων επιμήκων διαρρήξεων στο μέσον των ωκεανών και οδηγεί στον σχηματισμό ηφαιστείων, το ύψος των οποίων φθάνει τα 3000 - 4000 μ. επάνω από τον πυθμένα του ωκεανού. Οι ζώνες αυτές έχουν την μορφή πραγματικών υποθαλάσσιων οροσειρών και για τον λόγο αυτόν ονομάσθηκαν μέσοωκεάνιες ράχες (mid-ocean ridges). Οι μέσο-ωκεάνιες ράχες έχουν μήκος πολλών χιλιάδων χιλιομέτρων και περιζώνουν ολόκληρο τον πλανήτη.

Η συνεχής προσθήκη νέων ηφαιστειακών υλικών στον άξονα των μεσοωκεάνιων ράχεων προκαλεί την συνεχή απομάκρυνσή των παλαιότερων ηφαιστειακών πετρωμάτων από το κέντρο του ωκεανού προς την περιφέρεια της πλάκας. Έτσι, ο ωκεανός συνεχώς αυξάνει σε μέγεθος, στο κέντρο του.

Παλαιομαγνητικές μετρήσεις των ηφαιστειακών πετρωμάτων, έδειξαν ότι κοντά στις μεσοωκεάνιες ράχες η ηλικία των λαβών είναι πρόσφατη, ενώ η ηλικία αυξάνει προοδευτικά, όσο απομακρυνόμαστε από αυτές.

Κατά την απομάκρυνσή τους από τις μεσοωκεάνιες ράχες, τα ηφαιστειακά πετρώματα του πυθμένα αρχίζουν να καλύπτονται από λεπτόκοκκα ιζήματα που προέρχονται από την καθίζηση σωματιδίων, που αιωρούνται μέσα στο θαλάσσιο νερό. Η ιζηματογένεση γίνεται σε μεγάλα βάθη, μεταξύ 2000 m και 6000 m, στο λεγόμενο «αβυσσικό περιβάλλον». Όσο απομακρυνόμαστε από τις μεσοωκεάνιες ράχες και ο ηφαιστειογενής πυθμένας γίνεται παλαιότερος, τόσο πιο παχύ είναι το στρώμα των υπερκείμενων αβυσσικών ιζημάτων. Εάν το βάθος υπερβαίνει τα 4000 m, τότε το CaCO3 τείνει να διαλυθεί, οπότε τα υλικά που αποτίθενται είναι συνήθως μόνο καφέ άργιλοι και πυριτικά υπολείμματα από ζωοπλαγκτόν (ραδιολάριες) και φυτοπλαγκτόν (διάτομα).

Το πλέον συνηθισμένο ηφαιστειακό πέτρωμα είναι οι βασάλτες. Συχνά, οι βασάλτες συνοδεύονται από περιδοτίτες, οι οποίοι θεωρούνται ότι έχουν αποσπασθεί από τον ανώτερο μανδύα και έχουν ανέλθει μέχρι τον πυθμένα του ωκεανού παρασυρόμενοι από τις βασαλτικές λάβες.

Το πλέον συνηθισμένο αβυσσικό ίζημα είναι ο γνωστός μας φλύσχης.  Ο φλύσχης αποτίθεται σε όλη την διάρκεια της ζωής ενός ωκεανού, επομένως, οι νεώτεροι και λεπτότεροι φλύσχες βρίσκονται προς το κέντρο των ωκεανών, ενώ οι παλαιότεροι και παχύτεροι προς την περιφέρειά τους. Οι παλαιότεροι φλύσχες, λόγω της υψηλής θερμοκρασίας των υποκείμενων βασαλτικών στρωμάτων και λόγω του βάρους των υπερκείμενων ιζημάτων, είναι δυνατόν να έχουν μεταμορφωθεί και να έχουν μετατραπεί σε σχιστοκερατόλιθους, φυλλίτες ή γνεύσιους. 

Σύγχρονο παράδειγμα διεύρυνσης ωκεανού αποτελεί η απομάκρυνση της Βορειοαμερικανικής και της Νοτιοαμερικανικής πλάκας από την Ευρασιατική και Αφρικανική, αντίστοιχα, συνδυαζόμενη με την Μεσοατλαντική ράχη.


Περίπτωση 2. Όταν μια ωκεάνια πλάκα πλησιάζει και συγκρούεται με μια ηπειρωτική πλάκα, τότε συνήθως η ωκεάνια πλάκα βυθίζεται κάτω από την ηπειρωτική, επειδή η πρώτη αποτελείται από πυκνότερα υλικά. Το κατερχόμενο ωκεάνιο τμήμα (σύμφωνα με την αρχική θεωρία του Hess) εισχωρεί μέσα στον μανδύα και εξαφανίζεται προοδευτικά. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται υποβύθιση (subduction). Οι περιοχές όπου συμβαίνει αυτό το φαινόμενο ονομάζονται υποθαλάσσιες τάφροι και το βάθος του πυθμένα της θάλασσας στις ζώνες αυτές ξεπερνά τα 4000 m.

Η υποβύθιση λαμβάνει χώρα στην περιφέρεια των ωκεάνιων πλακών, εκεί όπου συμβαίνει να εφάπτονται με μια ηπειρωτική πλάκα. Με την υποβύθιση εξαφανίζονται τόσο ο αρχικός ηφαιστειογενής πυθμένας του ωκεανού, όσο και τα υπερκείμενα αβυσσικά ιζήματα, τα οποία μπορεί να έχουν μεγάλο πάχος.

Η περιοχή της υποβύθισης αποτελεί συνήθως και χώρο ορογένεσης, δηλαδή δημιουργούνται πτυχώσεις και σχηματισμός ορέων, επάνω στο περιθώριο της ηπειρωτικής πλάκας. Στο σημείο αυτό η θεωρία των Τεκτονικών Πλακών ομοιάζει με την παλαιότερη θεωρία της Μετακίνησης των Ηπείρων του Alfred Wegener.

Σύγχρονο παράδειγμα ζωνών υποβύθισης αποτελούν οι περιοχές που περιβάλλουν τον Ειρηνικό ωκεανό, δηλαδή η δυτική πλευρά της Νότιας και Βόρειας Αμερικής, η χερσόνησος Καμτσάτκα, η Ιαπωνία και οι Φιλιππίνες.

Χάρη στον συνδυασμό των δύο φαινομένων που αναφέραμε, δηλαδή της διεύρυνσης του πυθμένα των ωκεανών (sea-floor spreading) και της υποβύθισης (subduction), ο ωκεάνιος φλοιός συνεχώς ανανεώνεται: στις μεσοωκεάνιες ράχες συνεχώς δημιουργείται νέος φλοιός, ενώ στις υποθαλάσσιες τάφρους συνεχώς καταστρέφεται ο παλιός. Με τον τρόπο αυτό η επιφάνεια των μεγάλων ωκεανών παραμένει σχεδόν σταθερή και το μέγεθος της Γης δεν αλλάζει.

Στο σημείο αυτό η θεωρία των Τεκτονικών Πλακών διαφέρει από την θεωρία του Alfred Wegener, που θεωρούσε ότι οι ήπειροι μετακινούνται γλιστρώντας επάνω στους ωκεανούς. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα.


Περίπτωση 3. Όταν δύο ηπειρωτικές πλάκες πλησιάζουν να συγκρουσθούν μεταξύ τους, τότε είναι αναπόφευκτο να καταστραφεί ή να παραμορφωθεί ο ηπειρωτικός φλοιός της μιας ή και των δύο πλακών. Πριν από την τελική αυτή φάση, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι οι δύο ηπειρωτικές πλάκες ήταν χωρισμένες από έναν ωκεανό, ο οποίος στην συνέχεια προοδευτικά εξαφανίσθηκε κάτω από τις ηπείρους ακολουθώντας την διαδικασία της υποβύθισης (subduction). Αυτή η διαδικασία είναι αναμενόμενη, δεδομένου, ότι η πυκνότητα των υλικών του ωκεανού είναι μεγαλύτερη από την πυκνότητα των υλικών των ηπείρων.

Όπως και στην Περίπτωση 2, πριν από την τελική φάση της σύγκρουσης των δύο ηπειρωτικών πλακών, μπορεί να έχει δημιουργηθεί ήδη πτύχωση ή ορογένεση στα κράσπεδά τους.

Κατά την τελική φάση της σύγκρουσης των δύο ηπειρωτικών πλακών είναι δυνατόν να γίνει και προώθηση ή εφίππευση της μιας ηπείρου επάνω στην άλλη, κατά την οριζόντια έννοια, οπότε δημιουργείται και πάλι ορογένεση, διαφορετικού, όμως τύπου από αυτόν της υποβύθισης (Περίπτωση 2). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει υποβύθιση σε μεγάλα βάθη της υποκείμενης πλάκας, αλλά αυτή κινείται σχεδόν οριζόντια και εισχωρεί στην ζώνη που βρίσκεται μεταξύ του μανδύα και της απέναντι ηπειρωτικής πλάκας, σχηματίζοντας, τελικά, έναν πολύπλοκο σύστημα από δύο επάλληλες ηπειρωτικές πλάκες.

Σύγχρονα παραδείγματα σύγκρουσης ηπειρωτικών πλακών είναι η σύγκρουση Ινδιών - Ασίας, που δημιούργησε τα Ιμαλάια και η σύγκρουση Αφρικής - Ευρώπης, που δημιούργησε τις Άλπεις. 

Η ορογένεση της Ελλάδας ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Δηλαδή, υπάρχουν δύο επάλληλες ηπειρωτικές πλάκες: η υπερκείμενη είναι η Ευρωπαϊκή και η υποκείμενη η Αφρικανική. Η Ευρωπαϊκή αποτελείται από πολύ ελαφρά υλικά (ανθρακικά πετρώματα, γνεύσιοι κλπ.), ενώ η Αφρικανική από σχετικώς πυκνότερα (οφιόλιθοι, φλύσχης, σχιστοκερατόλιθοι). Φυσικά, βαθύτερα, και κάτω από τις δύο πλάκες, υπάρχουν τα πολύ πυκνότερα πετρώματα του μανδύα (περιδοτίτες, βασάλτες κλπ.).


Περίπτωση 4. Όταν δύο πλάκες κινούνται η μία δίπλα στην άλλη, τότε η επιφάνεια των πλακών δεν μεταβάλλεται αλλά δημιουργούνται μόνο οριζόντιες μεταπτώσεις. Στην περίπτωση αυτή διατηρείται το μέγεθος των πλακών.


9. Ορογένεση και Τεκτονική των Πλακών.

Η θεωρία της Τεκτονικής των Πλακών διαδόθηκε γρήγορα, όπως αναφέραμε, εκτοπίζοντας την θεωρία των Γεωσυγκλίνων, που είχε κυριαρχήσει στην επιστημονική σκέψη για περισσότερα από 100 χρόνια. Με την θεωρία των Τεκτονικών Πλακών εξηγείται καλύτερα η πτύχωση του φλοιού και ο σχηματισμός των ορέων. Οι πτυχώσεις είναι το αποτέλεσμα της οριζόντιας μετακίνησης των ηπείρων, πράγμα θεωρείται μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα σήμερα. Αντίθετα, η θεωρία των Γεωσυγκλίνων δεν μπορούσε να εξηγήσει την προέλευση των οριζοντίων κινήσεων ή τάσεων, που προκάλεσαν τις πτυχώσεις και την δημιουργία των ορέων.

Ταυτόχρονα, η διαπίστωση, από τις ωκεανογραφικές έρευνες, του γεγονότος, ότι τα ιζήματα που καλύπτουν τους σημερινούς ωκεανούς είναι σχετικά πρόσφατα και έχουν μικρό πάχος, αποδεικνύει, ότι τα γεωσύγκλινα δεν υπάρχουν και ότι, κατά πάσα πιθανότητα, δεν υπήρξαν ποτέ (σύμφωνα με την αρχή της ομοιομορφίας). Επομένως, οι οροσειρές δεν προέρχονται από παχιές σειρές ιζημάτων, που πτυχώθηκαν αργότερα, όπως υποστηριζόταν μέχρι πρόσφατα από πολλούς γεωλόγους, αλλά από την σύγκρουση των λιθοσφαιρικών πλακών η/και την επώθηση μιας πλάκας επάνω σε μιαν άλλη.

Η διάψευση αυτή των παλαιών θεωριών δημιούργησε την ανάγκη επανεξέτασης του θέματος της ορογένεσης και την αναζήτηση μιας νέας θεωρίας εναρμονισμένης με τις αρχές της Τεκτονικής των Πλακών. Μέχρι σήμερα έχουν διατυπωθεί διάφορες τέτοιες θεωρίες, χωρίς μέχρι στιγμής, να υπάρχει συμφωνία των ερευνητών επάνω στο θέμα αυτό. Είναι βέβαιο, ότι για να καταλήξουν οι ερευνητές σε οριστικά συμπεράσματα, θα απαιτηθεί πολλή εργασία και νέες χαρτογραφήσεις των οροσειρών με βάση τις αρχές της Τεκτονικής των Πλακών.


Φλύσχης.


Σημείωση: Φωτογραφίες παρατίθενται στο τέλος του άρθρου.

1. Γενικά.

Ο φλύσχης είναι ένα πέτρωμα αινιγματικό, διότι ακόμη και σήμερα δεν έχει προσδιορισθεί με σαφήνεια η προέλευσή του.

Η μελέτη του φλύσχη ξεκίνησε στις αρχές του 19ου αιώνα, στα πλαίσια των πρώτων γεωλογικών ερευνών των Άλπεων. Εξ αρχής, συνδέθηκε με το φαινόμενο της ορογένεσης, όμως, στην πορεία του χρόνου, καθώς τα μοντέλα ορογένεσης αναθεωρήθηκαν και από την θεωρία της ψυχόμενης και συρρικνούμενης Γης (19ος αιώνας) περάσαμε στο μοντέλο του γεωσυγκλίνου (πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα) και τελικά στο μοντέλο της τεκτονικής των πλακών (από το 1970 και μετά), αναγκαστικά αναθεωρήθηκαν και οι θεωρίες σχηματισμού του φλύσχη.

Μέχρι σήμερα, όμως, καμία θεωρία σχηματισμού του φλύσχη δεν κρίνεται ως ικανοποιητική. Πολλοί ερευνητές μάλιστα υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πολλά είδη φλύσχη, διαφορετικών προελεύσεων. Το παρόν άρθρο εστιάζει κυρίως στην ιστορική εξέλιξη των διαφόρων θεωριών, οι οποίες εξακολουθούν να συντηρούνται με εντυπωσιακή ανθεκτικότητα, παρά το γεγονός ότι είναι αναχρονιστικές και παρωχημένες. Στο τέλος του άρθρου, δίνω, φυσικά, την δική μου εκδοχή, για να μη φανεί ότι αποφεύγω την εξιχνίαση του προβλήματος.


2. Οι πρώτες έρευνες.

Η ονομασία του φλύσχη δόθηκε για πρώτη φορά από τον επιφανή Ελβετό γεωλόγο Bernhard Studer (1794 - 1887), ο οποίος μελέτησε συστηματικά την γεωλογία των δυτικών Ελβετικών Άλπεων και ιδιαίτερα του Καντονιού της Βέρνης. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται η κοιλάδα του ποταμού Simme (Simmental), που καλύπτεται εξ ολοκλήρου από αργιλοψαμμιτικά ιζήματα φλυσχικού τύπου. 

Ο Studer, το 1827, έδωσε το όνομα φλύσχης (Flysch) στα ιζήματα αυτά, τα οποία αποτελούμενα από εναλλαγές στρωμάτων ψαμμιτών και μαργών, συγκροτούν ένα χαρακτηριστικό πέτρωμα. Το όνομα φλύσχης προέρχεται από την τοπική λέξη fliessen, η οποία στην τοπική γερμανική διάλεκτο σημαίνει ρέω – κυλώ, πιθανότατα λόγω του γεγονότος ότι τα στρώματα του φλύσχη συχνά κατολισθαίνουν.

Ο Studer, είχε ήδη, το 1825, εκδώσει μια πραγματεία, με τίτλο Beyträge zu einer Monographie der Molasse (Συνεισφορά σε μια Μονογραφία για την Μολάσσα), όπου είχε ασχοληθεί με ένα γειτονικό προς τον φλύσχη πέτρωμα, την μολάσσα (Molasse). Για την μολάσσα υποστήριξε, ότι είναι ένα ίζημα αποτελούμενο από ψαμμίτες, μάργες και κροκαλοπαγή, το οποίο αποτέθηκε μέσα σε θάλασσες μικρού βάθους, κατά το Νεογενές. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξε, ότι κατά το Νεογενές, όταν οι Άλπεις είχαν πλέον σχηματισθεί, επακολούθησε ο κατακόρυφος διαμελισμός των ορέων και ο σχηματισμός εσωτερικών θαλασσών, με μικρό βάθος, όπου και έγινε η απόθεση της μολάσσας.

Σημειώνεται, ότι στις Άλπεις οι αποθέσεις της μολάσσας εντοπίζονται εκατέρωθεν του κύριου ορεινού όγκου, δηλαδή κυρίως στις βόρειες παρυφές της οροσειράς (Β. Ελβετία, Βαυαρία, Βιέννη, Ουγγρική Πεδιάδα), και στις νότιες παρυφές της, στην κοιλάδα του Πάδου (Β. Ιταλία - Λομβαρδία).  

Σε αντιδιαστολή προς την μολάσσα, ο Studer υποστήριξε ότι ο φλύσχης είναι ίζημα βαθιάς θάλασσας, που σχηματίσθηκε νωρίτερα, κατά το Παλαιογενές. Κατά την εποχή εκείνη, σύμφωνα με τον ερευνητή, είχε ήδη αρχίσει η ανύψωση των Άλπεων και τα προϊόντα αποσάθρωσης αυτού του ορεινού όγκου μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν μέσα σε μια κοντινή βαθιά θάλασσα. Επομένως, η ιζηματογένεση του φλύσχη ήταν ταυτόχρονη με την ανύψωση της οροσειράς και διήρκεσε όσο διήρκεσε και η φάση της ορογένεσης. Το μεγάλο πάχος του φλύσχη εξηγήθηκε με την παραδοχή, ότι ο πυθμένας της θάλασσας, εντός της οποίας γινόταν η ιζηματογένεση, συνεχώς υποχωρούσε, κάτω από την επίδραση του βάρους των συσσωρευόμενων ιζημάτων.

 Έτσι, με βάση τις παραπάνω απόψεις, ο φλύσχης θεωρήθηκε ως συν-ορογενετικό πέτρωμα, που σχηματίσθηκε ταυτόχρονα με την Αλπική Ορογένεση, ενώ η μολάσσα θεωρήθηκε ως μετά-ορογενετικό πέτρωμα που σχηματίσθηκε μετά το τέλος της ορογένεσης.

Οι απόψεις του Studer, για τον φλύσχη και την μολάσσα αντανακλούσαν, φυσικά, τις γενικότερες απόψεις για την παγκόσμια τεκτονική, που επικρατούσαν εκείνη την εποχή, και οι οποίες δέχονταν ότι οι ορογενέσεις προκαλούνται από τις κατακόρυφες κινήσεις, στις οποίες υπόκεινται διάφορα  τμήματα του φλοιού της Γης, λόγω της προοδευτικής ψύξης του εσωτερικού της και της επακόλουθης συρρίκνωσής της. Σήμερα, βέβαια, γνωρίζουμε, χάρη σε ακριβέστατες δορυφορικές μετρήσεις, ότι η Γη δεν συρρικνώνεται. 

Οι παραπάνω απόψεις έμελλε να ριζώσουν βαθιά στην γεωλογική σκέψη των μετέπειτα γενεών. Παρά το γεγονός, ότι τα ορογενετικά μοντέλα έχουν αλλάξει ριζικά, από την εποχή του Studer μέχρι σήμερα, αυτές οι απόψεις εξακολουθούν να υποστηρίζονται, ακόμη και σήμερα.  Αυτό οφείλεται, ίσως, στην έλλειψη πληροφόρησης που υπάρχει, διεθνώς, για τα θέματα της παγκόσμιας τεκτονικής, καθώς και στο γεγονός ότι η γεωλογία είναι μια πολύ συντηρητική επιστήμη, της οποίας οι απόψεις δεν αναθεωρούνται εύκολα.


3. Οι Άλπεις.

Οι Άλπεις, όπως αναφέρθηκε, είναι μια οροσειρά που εξερευνήθηκε από πολύ νωρίς. Αξίζει, επομένως, να δώσουμε μερικές πληροφορίες για την περιοχή αυτή, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τις έρευνες του Studer.

Οι Άλπεις καταλαμβάνουν  το κεντρικό τμήμα της Ευρώπης και εκτείνονται σε ένα μήκος 800 km, από την Γκρενόμπλ (Γαλλία) μέχρι την Βιέννη (Αυστρία) και με μέσο πλάτος 200 km, μεταξύ της κοιλάδας του Πάδου (Β. Ιταλία) και τα νότια σύνορα της Βαυαρίας (Ν. Γερμανία). Πρόκειται, δηλαδή, για μια τεράστια ορεινή μάζα. Το μέγιστο υψόμετρο της οροσειράς φθάνει τα 4810 m (Mont Blanc – Λευκό Όρος). Υπάρχουν 82 κορυφές με υψόμετρο άνω των 4000 m, εκ των οποίων 22 κορυφές είναι απομονωμένες και υψώνονται απότομα, τουλάχιστον 500 m υψηλότερα από τον πλησιέστερο αυχένα. Το μέσο υψόμετρο του ορεινού όγκου είναι 2500 m.

Προς τα ανατολικά, η οροσειρά των Άλπεων συνεχίζεται προς τα Καρπάθια, τον Αίμο, τις Διναρικές Άλπεις, την Ροδόπη, τις Ελληνίδες και Ταυρίδες οροσειρές και προεκτεινόμενη ανατολικότερα φθάνει μέχρι τα Ιμαλάια και την Ινδονησία. 

Από γεωλογικής απόψεως, ολόκληρη αυτή η αλυσίδα οροσειρών θεωρείται ότι σχηματίσθηκε κατά την τελευταία ορογένεση, την λεγόμενη Αλπική Ορογένεση. Είναι, όμως, άγνωστο, εάν ο μηχανισμός και η ηλικία της ορογένεσης είναι ο ίδιος, σε όλο το μήκος της αλυσίδας. Π.χ. στις Ινδίες και τα Ιμαλάια υποστηρίζεται ότι η ορογένεση είναι μειοκαινικής ηλικίας, ενώ στην Ευρώπη, ότι είναι Ηωκαινικής.

Στην την Ευρώπη, ιδιαίτερα, πολλοί ερευνητές που μελέτησαν την γεωλογία της Ελλάδας, θεώρησαν - και θεωρούν - ότι οι Άλπεις και οι Ελληνίδες οροσειρές έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Πολλές θεωρίες, που αναπτύχθηκαν για να ερμηνεύσουν την γεωλογική δομή των Άλπεων, μεταφέρθηκαν και στην Ελλάδα και έγινε προσπάθεια η γεωλογική δομή του ελληνικού χώρου να ερμηνευθεί με βάση αυτές τις θεωρίες.

Όμως, στην πορεία του χρόνου, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, τα βασικά ορογενετικά μοντέλα αναθεωρήθηκαν, παγκοσμίως, τουλάχιστον τρεις φορές. Οι νέες θεωρίες δεν υιοθετήθηκαν αμέσως, από την διεθνή επιστημονική κοινότητα, αλλά καθυστέρησαν, καθώς αντιμετώπισαν έντονη αντίδραση από τους οπαδούς των παλαιότερων θεωριών. Έτσι, σήμερα παρατηρείται το φαινόμενο διάφορες γεωγραφικές περιοχές των Άλπεων ή των Ελληνίδων να ερμηνεύονται με βάση διαφορετικά ορογενετικά μοντέλα ή με συνδυασμούς διαφόρων μοντέλων, με αποτέλεσμα να υπάρχει, σήμερα, πλήρης σύγχυση απόψεων, σχετικά με την ορογενετική διαδικασία που οδήγησε στον σχηματισμό των ορέων.


4. Τα σπουδαιότερα ορογενετικά μοντέλα.

Κάνω μια παρένθεση εδώ, για να αναφέρω, εν συντομία, την ιστορία των τριών βασικών ορογενετικών μοντέλων, διότι, αν και είναι τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, ελάχιστα επηρέασαν (σχεδόν επί 200 χρόνια) τις αρχικές απόψεις περί φλύσχη, που είχε διατυπώσει ο Studer.

Α) Το πρώτο ορογενετικό μοντέλο ίσχυσε κατά τον 19ο αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή, οι ερευνητές δέχονταν ότι ολόκληρος ο φλοιός της Γης (ήπειροι και ωκεανοί) έχει ενιαία σύσταση και ότι αποτελείται από πετρώματα τριών βασικών προελεύσεων: τα εκρηξιγενή, τα ιζηματογενή και τα μεταμορφωμένα. Τα εκρηξιγενή είχαν προκύψει από την ψύξη του αρχικού διάπυρου σώματος, που ήταν η Γη και από αυτά σχηματίσθηκε ο πρώτος στερεός φλοιός. Όταν η Γη ψύχθηκε αρκετά και σχηματίσθηκε η ατμόσφαιρα, η ξηρά και η θάλασσα, τότε άρχισε υπό την επίδραση των ατμοσφαιρικών παραγόντων, η διάβρωση της ξηράς και ο σχηματισμός των ιζηματογενών πετρωμάτων. Τα μεταμορφωμένα πετρώματα σχηματίσθηκαν από την καταβύθιση σε μεγάλα βάθη τεμαχών του φλοιού, που αποτελούνταν από εκρηξιγενή, ιζηματογενή ή ακόμη και από παλαιότερα μεταμορφωμένα πετρώματα. Όσον αφορά την στρωματογραφική διάταξη του φλοιού, αυτή ήταν απλή: Στην βάση βρίσκονταν τα εκρηξιγενή πετρώματα, ενδιαμέσως τα μεταμορφωμένα και στην κορυφή τα ιζηματογενή.

Οι τεκτονικές κινήσεις ήταν κατακόρυφες. Εάν επιδρούσαν σε περιοχές πολύ μεγάλης κλίμακας, όπως ήταν οι ήπειροι και οι ωκεανοί, τότε ονομάζονταν ηπειρογενετικές. Εάν επιδρούσαν σε μικρότερες περιοχές, τότε ονομάζονταν ορογενετικές. Γενικώς, υπήρχε η πεποίθηση, ότι οι ορογενετικές κινήσεις ήταν ταχύτερες των ηπειρογενετικών και ότι ελάμβαναν χώρα κυρίως πέριξ των μεγάλων ηπείρων, όπου τμήματα του θαλασσίου πυθμένα ανυψώνονταν και σχημάτιζαν νέα όρη.

Με τον τρόπο αυτό, δημιουργήθηκε η ιδέα ότι πέριξ των ηπείρων, με διαδοχικές ορογενέσεις σχηματίζεται συνεχώς νέα ξηρά. Η διαδικασία αυτή ονομάσθηκε προσαύξηση των ηπείρων.


Β) Το δεύτερο ορογενετικό μοντέλο αναπτύχθηκε κατά το τέλος του 19ου αιώνα, όταν πλέον είχε εδραιωθεί παγκοσμίως η θεωρία της προσαύξησης των ηπείρων.

Στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η προσαύξηση των ηπείρων  υποτίθεται ότι έγινε σε τέσσερις ορογενετικούς κύκλους: α) Προκάμβριος ορογένεση (Σουηδία, Φιλανδία, Δανία, Πολωνία, Ουκρανία, Ρωσία), β) Καληδόνιος ορογένεση, κατά το Κατώτερο Παλαιοζωικό, (Νορβηγία και Βρετανικές νήσοι), γ) Ερκύνιος ορογένεση, Ανώτερο Παλαιοζωικό (Ιβηρική χερσόνησος, Ιρλανδία, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Πολωνία, Ρουμανία), δ) Αλπική ορογένεση, Μεσοζωικός – Καινοζωικός αιώνας (Ν. Ισπανία, Ν. Γαλλία, Ιταλία, Ελβετία, Αυστρία, Ουγγαρία, Βαλκάνια, Μικρά Ασία).

Σε μια δεδομένη περιοχή, ο εκάστοτε ορογενετικός κύκλος ξεκινούσε με την επίκλυση της θάλασσας επί του περιθωρίου της υφιστάμενης ηπείρου (που έπαιζε τον ρόλο του υποβάθρου), συνεχιζόταν με την απόθεση ιζημάτων (που έπαιζαν τον ρόλο του επικαλύμματος) και κατέληγε με την ανάδυση της περιοχής και την δημιουργία των ορέων (κυρίως ορογένεση). Σε κάθε περιοχή ήταν σημαντικό ζήτημα να προσδιορισθεί το υπόβαθρό της, που συνήθως ήταν μεταμορφωμένο, και η υπερκείμενη ιζηματογενής ακολουθία, που συνήθως ήταν αμεταμόρφωτη. Αυτό ήταν το αντικείμενο της Στρωματογραφίας.

Όπως διαπιστώθηκε, όμως, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Μέσα στις μεγάλες περιοχές, όπου υποτίθεται ότι έδρασε ο καθένας από τους παραπάνω τέσσερις ορογενετικούς κύκλους, διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις, δηλαδή υπήρχαν μικρές σχετικά γειτονικές περιοχές, που είχαν, μεταξύ τους, μεγάλες διαφορές, όσον αφορά την στρωματογραφία και την τεκτονική τους. Οι περιοχές αυτές ονομάσθηκαν γεωτεκτονικές ζώνες.

Για να εξηγηθεί αυτό το φαινόμενο, διατυπώθηκε η άποψη, ότι οι γεωτεκτονικές ζώνες σχηματίσθηκαν διαδοχικά, κατά την διάρκεια ενός ορογενετικού κύκλου. Στην αρχή σχηματίσθηκε η εσωτερικότερη ζώνη, που περιέβαλλε την προϋπάρχουσα ήπειρο, και στην συνέχεια σχηματίσθηκαν οι πιο εξωτερικές ζώνες, προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς την κατεύθυνση, δηλαδή, όπου υπήρχε ένας μεγάλος ωκεανός. 

Στην Ελλάδα, ο πρώτος που εφήρμοσε στο ύπαιθρο τις παραπάνω θεωρίες, περί γεωτεκτονικών ζωνών, ήταν ο περίφημος Γερμανός γεωλόγος Alfred Philippson (1864 - 1953). Ο Philippson θεώρησε ότι οι κρυσταλλοπαγείς μάζες της Ροδόπης και των Κυκλάδων, που καταλαμβάνουν το βόρειο και ανατολικό τμήμα της "Αιγαιΐδας" αντιστοιχούν στο περιθώριο της προϋπάρχουσας ερκυνίου ευρωπαϊκής ηπείρου, γύρω από το οποίο προσετέθησαν, κατά την αλπική ορογένεση, οι άλλες γεωτεκτονικές ζώνες, από ανατολικά προς τα δυτικά. Την ίδια γενική φιλοσοφία ακολούθησαν και οι επόμενοι μεγάλοι γεωλόγοι ερευνητές του α΄ ημίσεως του 20ου αιώνα (Renz, Brunn, Aubouin), με μικρές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους.

Όλοι οι παραπάνω ερευνητές θεωρούσαν ότι σε κάθε γεωτεκτονική ζώνη συνέβη ένας μικρός κύκλος (επίκλυση, ιζηματογένεση, ανάδυση, πτύχωση), όπως ακριβώς υποτίθεται ότι έγιναν και οι τέσσερις μεγάλες ορογενέσεις, που αναφέραμε πιο πάνω. Στα πλαίσια κάθε μικρού κύκλου, οι ερευνητές τοποθετούσαν, χρονικά, την δημιουργία ενός φλύσχη, κάπου μεταξύ ιζηματογένεσης και ανάδυσης, διότι θεωρούσαν ότι ο φλύσχης ήταν το τελευταίο ιζηματογενές πέτρωμα μιας ζώνης και μετά ακολουθούσε η φάση της πτύχωσης. Αυτή η ακολουθία των γεγονότων εξηγούσε το γεγονός ότι ο φλύσχης εμφανιζόταν πάντοτε πτυχωμένος.  

Γ)  Το τρίτο ορογενετικό μοντέλο αναφέρεται στην Θεωρία των Τεκτονικών Πλακών, η οποία στην αρχική της μορφή (Θεωρία της Μετακίνησης των Ηπείρων) προτάθηκε από τον Alfred Wegener, το 1912. Αρχικά, η θεωρία αυτή είχε απορριφθεί. Μετά, όμως, από 50 χρόνια, επανήλθε στο προσκήνιο και σήμερα είναι γενικώς αποδεκτή.

Η Θεωρία των Τεκτονικών Πλακών αναπτύχθηκε, κυρίως, κατά την 10ετία του 1970 από αμερικανούς ερευνητές.  Σήμερα, όσον αφορά την Ευρώπη, έχει γίνει πλέον αποδεκτό, ότι η Αλπική Ορογένεση οφείλεται στην προσέγγιση Αφρικανικής και Ευρωπαϊκής πλάκας. Οι δύο πλάκες κινήθηκαν οριζοντίως και, προφανώς, οι τάσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ τους, είχαν ως αποτέλεσμα την πτύχωση του φλοιού της Γης. Ολόκληρο το νότιο περιθώριο της Ευρωπαϊκής πλάκας πτυχώθηκε και δημιουργήθηκαν οι Άλπεις και όλες οι σύγχρονές τους οροσειρές (Καρπάθια, Αίμος, Διναρικές Άλπεις, Ελληνίδες, Ταυρίδες  κλπ.).

Η παραπάνω θεώρηση αν και είναι γενικώς παραδεκτή, είναι πολύ γενική. Μέχρι σήμερα δεν έχουν εξακριβωθεί με σαφήνεια οι λεπτομέρειες της ορογένεσης και υπάρχουν δύο βασικά ερωτήματα:

Το πρώτο ερώτημα είναι η ηλικία της πτύχωσης. Οι παλαιότεροι ερευνητές τοποθετούσαν την ορογένεση και την δημιουργία του φλύσχη στο Παλαιογενές. Σήμερα, όμως, έχουμε πολλά δεδομένα, που αποδεικνύουν ότι η Αλπική Ορεογένεση είναι πολύ νεώτερη, δηλαδή Μειοκαινικής – Πλειοκαινικής  ηλικίας. Υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα οι Άλπεις να πτυχώθηκαν συγχρόνως με τα Ιμαλάια, των οποίων η δημιουργία τοποθετείται χρονολογικώς μετά την απόθεση της μολάσσας, δηλαδή να είναι μειοκαινικής - πλειοκαινικής ηλικίας. Προς την κατεύθυνση αυτών των απόψεων οδηγούν και οι παρατηρήσεις που έχουν γίνει και στην Ελλάδα, από τον γράφοντα, σχετικά με την τεκτονική θέση της μολάσσας και του φλύσχη (βλέπε παρακάτω).

Το δεύτερο ερώτημα είναι τι απέγιναν, μετά την ορογένεση, η Αφρικανική Πλάκα και η θάλασσα της Τηθύος. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η Αφρικανική Πλάκα διείσδυσε κάτω από την Ευρωπαϊκή και εξαφανίσθηκε μέσα στον μανδύα. Αυτό είναι πολύ αμφίβολο. Διότι είναι πολύ δύσκολο να δεχθούμε ότι η Αφρικανική πλάκα, που αποτελείται από υλικά γρανιτικής σύστασης (μικρής πυκνότητας) κατόρθωσε να εισχωρήσει μέσα στον μανδύα (υλικό μεγάλης  πυκνότητας) και να εξαφανισθεί. Το πιθανότερο είναι, ότι η Αφρικανική Πλάκα διείσδυσε οριζόντια, και τοποθετήθηκε μεταξύ του μανδύα και της Ευρωπαϊκής Πλάκας, σχηματίζοντας έναν φλοιό που αποτελείται από δύο επάλληλες πλάκες (αφρικανική – ευρωπαϊκή), ο οποίος  "επιπλέει" επάνω στα πυκνότερα υλικά του μανδύα.

Στην Ελλάδα, πολύ συχνά παρατηρείται το φαινόμενο, ο φλύσχης και η μολάσσα να έχουν πτυχωθεί αρμονικά. Δηλαδή να έχουν προσβληθεί ταυτόχρονα από την ορογένεση. Επομένως πρόκειται για δύο προ-ορογενετικούς σχηματισμούς, όσον αφορά την ηλικία της ιζηματογένεσης. Επειδή δε η μολάσσα έχει, συνήθως, μειοκαινική ηλικία (βάσει απολιθωμάτων),  συνάγεται εύκολα το συμπέρασμα, ότι οι πτυχώσεις έλαβαν χώρα μετά την απόθεσή της, δηλαδή κατά το Κάτω Πλειόκαινο. Επομένως, στην Ελλάδα, η Αλπική Ορογένεση είναι κάτω-πλειοκαινικής ηλικίας και όχι ηωκαινικής, όπως πιστεύεται μέχρι σήμερα.

Λεπτομερέστερες πληροφορίες, σχετικά με την ελληνική ορογένεση, μπορεί να βρει ο αναγνώστης στην διεύθυνση: http://geologiaelladas.blogspot.com/2019/04/blog-post.html.


5. Ο Φλύσχης της Ελλάδας.
(παράγραφος υπό προετοιμασία...)


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ.


1 - Ο Bernhard Studer εφευρέτης του όρου φλύσχης.


2 - Ο φλύσχης στο Simmental (κοιλάδα του ποταμού Simme) στο Καντόνι της Βέρνης (Ελβετία).


3 - Τυπική εμφάνιση φλύσχη με εναλλαγές μαργών - ψαμμιτών (Βαυαρία).


4 - Απόκρημνη ακτή σε φλύσχη στην Fiesa της Σλοβενίας.


5 - Απόκρημνη ακτή φλύσχου στο Sain-Jean-de-Luz στα Πυρηναία (Γαλλία).


6 - Απόκρημνη ακτή φλύσχη στο Baixo Alentejo της Πορτογαλίας.


7 - Παράκτια εμφάνιση φλύσχου στην Χώρα των Βάσκων (Ισπανία).


8 - Φλύσχης στα Καρπάθια (Πολωνία).


9 - Εμφάνιση φλύσχη μέσα στην κοίτη ενός ποταμού στην Ουκρανία.

Σχιστοκερατολιθική Διάπλαση.

Η Σχιστοκερατολιθική Διάπλαση είναι στρωματογραφικός ορίζοντας που εμφανίζεται, σε τυπική μορφή, στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, στους νομούς Βοιωτίας και Φθιώτιδας. Πρόκειται για ένα σύνθετο πέτρωμα, που περιέχει ποικιλία βασικών και υπερβασικών πετρωμάτων αναμεμιγμένων με ιζήματα πολύ βαθιάς θάλασσας.

Τα βασικά και υπερβασικά πετρώματα αντιστοιχούν σε οφιόλιθους και περιδοτίτες, ενώ τα ιζήματα έχουν φλυσχοειδή μορφή και περιέχουν αργίλους φαιού χρώματος, ιλυόλιθους ραδιολαρίτες και διατομίτες. Πολύ συχνά, τα πετρώματα της διάπλασης απαντώνται ελαφρώς μεταμορφωμένα, δηλαδή έχουν μετατραπεί σε αργιλικούς σχιστόλιθους, ιλυόλιθους, ψαμμίτες και φυλλίτες. Σπανιότερα, απαντώνται και ισχυρώς μεταμορφωμένες παραλλαγές.


1. Προέλευση της Σχιστοκερατολιθικής Διάπλασης.

Η προέλευση της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης και ιδιαιτέρως του τμήματός της, που αφορά τους οφιόλιθους, απετέλεσε αντικείμενο μεγάλων συζητήσεων, στο παρελθόν.

Το 1968 ο Άγγλος Γεωλόγος Ian Graham Gass, ο οποίος είχε εργασθεί επί σειρά ετών στην Κύπρο, στο όρος Τρόοδος, διατύπωσε για πρώτη φορά την άποψη, ότι οι οφιόλιθοι της Κύπρου αποτελούν τμήμα του πυθμένα του μεσοζωικού ωκεανού της Τηθύος, που παρεμβαλλόταν μεταξύ της λιθοσφαιρικής πλάκας της Αφρικής και της Ευρασίας, πριν από την σύγκρουση των δύο πλακών.

Το 1971, οι Eldridge Moores και Frederick Vine διατύπωσαν, επίσης, την άποψη, ότι οι οφιόλιθοι του όρους Τρόοδος αποτελούν τμήμα ενός ωκεάνιου φλοιού (του ωκεανού της Τηθύος) και ότι αποτελούν τα αρχαιότερα πετρώματα της Κύπρου, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν ανακαλυφθεί άλλα πετρώματα να υπόκεινται των οφιολίθων, στην περιοχή αυτή.

Οι δύο παραπάνω ανακαλύψεις, μας οδηγούν στην γενική ιδέα, ότι και οι οφιόλιθοι της Ελλάδας και, κατ’ επέκταση, ολόκληρη η σχιστοκερατολιθική διάπλαση έχουν προέλευση τον ωκεάνιο φλοιό της Τηθύος. Τα μεν εκρηξιγενή μέλη της διάπλασης (οφιόλιθοι) δημιουργήθηκαν αρχικά στην μέσο-ωκεάνια ράχη της Τηθύος, τα δε ιζηματογενή μέλη (φλυσχοειδή) αποτέθηκαν αργότερα επάνω από τα οφιολιθικά, στο ίδιο αβυσσικό περιβάλλον. Για τον λόγο αυτό τα βρίσκουμε σήμερα αναμεμιγμένα σε μια ενιαία διάπλαση.

Το γεγονός ότι σήμερα η σχιστοκερατολιθική διάπλαση έχει αναδυθεί και να αποτελεί τμήμα του ορογενούς της Ελλάδας, οφείλεται προφανώς στην διαδικασία της Αλπικής Ορογένεσης. Στην διαδικασία αυτή λαμβάνουν μέρος δύο λιθοσφαιρικές πλάκες: Η πλάκα της Ευρασίας, που είναι ηπειρωτική και η πλάκα της Αφρικής, της οποίας το βόρειο τμήμα της είναι ωκεάνιο και αντιστοιχεί στην Τηθύ. Σύμφωνα με όλα τα μέχρι στιγμής δεδομένα, οι δύο πλάκες βρίσκονται ήδη σε σύγκρουση και η πλάκα της Αφρικής (μαζί με την Τηθύ) εισχωρεί (υποβυθίζεται) κάτω από την πλάκα της Ευρασίας.

Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι το εξής: Στην σημερινή Ελλάδα, η σχιστοκερατολιθική διάπλαση με τους οφιόλιθους τι αντιπροσωπεύει ακριβώς; Α) Είναι η πλάκα της Τηθύος, που προβάλλει, ως τεκτονικό παράθυρο, κάτω από την επωθημένη πλάκα της Ευρασίας, ή Β) είναι η πλάκα της Τηθύος, που έχει διαλυθεί ολοσχερώς, έχει αναδυθεί εντελώς και έχει αναμιχθεί και πτυχωθεί μαζί με τα ηπειρωτικά πετρώματα της πλάκας της Ευρασίας, χωρίς κάποια εσωτερική οργάνωση; Παρακάτω, θα προσπαθήσω να δώσω μιαν απάντηση.


2. Ιστορική αναδρομή.

Η σχιστοκερατολιθική διάπλαση, ως ιδιαίτερος στρωματογραφικός ορίζοντας αναγνωρίσθηκε, αρχικά, από τον Ελβετό καθηγητή Carl Renz, ο οποίος τον συμπεριέλαβε μέσα στην στρωματογραφική στήλη της Ζώνης της Ανατολικής Ελλάδας με το όνομα «σχιστοκερατολιθική διάπλαση με οφιόλιθους» και του έδωσε ιουρασική ηλικία.

Υπενθυμίζουμε, ότι η ζώνη Ανατολικής Ελλάδας καθορίσθηκε, επίσης, από τον Renz, και τοποθετήθηκε μεταξύ των ζωνών Παρνασσού και Πελαγονικής, που βρίσκονται δυτικότερα και ανατολικότερα, αντίστοιχα. Βασικό χαρακτηριστικό της ζώνης ήταν η λεγόμενη «άνω-κρητιδική επίκλυση», η οποία, κατά τον Renz, είναι μια ασυμφωνία, που παρατηρείται μεταξύ της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης και των υπερκείμενων επικλυσιγενών ανωκρητιδικών ασβεστόλιθων της ζώνης Ανατολικής Ελλάδας. Με τα σημερινά δεδομένα είναι ευνόητο ότι μια τέτοια «επίκλυση» δεν μπορεί να υπάρχει, δεδομένου ότι η σχιστοκερατολιθική διάπλαση ανήκει στην ωκεάνια πλάκα της Τηθύος, ενώ οι κρητιδικοί ασβεστόλιθοι ανήκουν σε μια ηπειρωτική πλάκα, προφανώς την Ευρασιατική. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μου, η επαφή, που ο Renz προσδιορίζει ως «ανωκρητιδική επίκλυση», είναι στην πραγματικότητα η επιφάνεια επώθησης της Ευρασιατικής πλάκας επί της πλάκας της Τηθύος.

Η άποψη περί της ιουρασικής ηλικίας των οφιόλιθων, μέσα στο σύστημα της Αλπικής Ορογένεσης, είχε διατυπωθεί, αρχικά, από τον Gustav Steinmann, το 1927. Μάλιστα, ο Steinmann είχε ήδη αναγνωρίσει την συνύπαρξη (στο ύπαιθρο) πλουτώνιων πετρωμάτων (περιδοτιτών), ηφαιστειακών πετρωμάτων (διαβασών - σπιλιτών) και ιζηματογενών πετρωμάτων βαθιάς θάλασσας (σχιστοκερατόλιθων), που αποτελούσαν όλα μαζί το οφιολιθικό σύμπλεγμα. Την συνύπαρξη πλουτωνίων και ηφαιστειακών πετρωμάτων την είχε ερμηνεύσει ως διαφοροποίηση του μάγματος που ανάβλυζε από τον πυθμένα των ωκεανών. Την συνύπαρξη εκρηξιγενών και ιζηματογενών πετρωμάτων την ερμήνευσε με την παραδοχή ότι τα εκρηξιγενή πετρώματα διείσδυαν ή επικάλυπταν τα ιζηματογενή πετρώματα, που είχαν ήδη αποτεθεί, στον πυθμένα ενός ωκεανού, κατά την διάρκεια της εξέλιξης του γεωσυγκλίνου. Αυτή η ερμηνεία προέλευσης του οφιολιθικού συμπλέγματος έμεινε γνωστή στην Γεωλογία με το όνομα «Τριάδα του Steinmann».

Η θεωρία του Steinmann είχε τους επικριτές της, διότι ουδέποτε παρατηρήθηκε οι διεισδύσεις των οφιολιθικών λαβών μέσα στα ιζηματογενή πετρώματα, να έχουν δημιουργήσει μεταμόρφωση επαφής. Έτσι, πολλοί ερευνητές υποστήριζαν ότι η επαφή μεταξύ εκρηξιγενών και ιζηματογενών πετρωμάτων είναι τεκτονική και οφείλεται σε μεταγενέστερα φαινόμενα. Η μη ύπαρξη μεταμόρφωσης επαφής επαληθεύεται και στην Ελλάδα, σε όλες τις εμφανίσεις της Σχιστοκερατολιθικής Διάπλασης.

Μετά το 1970, πολλή συζήτηση έγινε, διεθνώς, για το εάν στο οφιολιθικό σύμπλεγμα πρέπει ή δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνονται και τα ιζήματα βαθιάς (αβυσσικής) θάλασσας.

Προσωπική μου γνώμη είναι ότι ο Renz είχε δίκιο και ότι οφιόλιθοι και σχιστοκερατόλιθοι, στην Ελλάδα, αποτελούν μια ενιαία στρωματογραφική ενότητα. Από πολλές παρατηρήσεις υπαίθρου επιβεβαιώνεται συχνότατα, ότι τα φλυσχοειδή ωκεάνια ιζήματα ανήκουν στην λιθοσφαιρική πλάκα της Τηθύος.


3. Μεταμόρφωση.

Ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει ο γεωλόγος στην Ελλάδα, είναι το γεγονός ότι η σχιστοκερατολιθική διάπλαση είναι συχνά μεταμορφωμένη. Η μεταμόρφωση δεν επηρεάζει αισθητά τους οφιόλιθους και τους περιδοτίτες. Αντίθετα, η μεταμόρφωση επιφέρει μεγάλες πετρολογικές μεταβολές στα ιζηματογενή μέλη της διάπλασης. Γενικά, σε πρώτη προσέγγιση, μπορούμε να πούμε, ότι τα ιζήματα της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης, όταν μεταμορφωθούν, μετατρέπονται σε φυλλίτες.

Ο βαθμός μεταμόρφωσης των φυλλιτών διαφέρει, στην Ελλάδα, από περιοχή σε περιοχή, ακόμη και σε μικρές αποστάσεις μεταξύ τους.

Γενικά, φαίνεται να υπάρχει κάποια γεωγραφική διανομή της έντασης της μεταμόρφωσης, με τους πλέον ισχυρά μεταμορφωμένους φυλλίτες να εμφανίζονται στην Κρήτη και στην Μακεδονία.

Τα πλέον αμεταμόρφωτα ιζήματα της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης συναντώνται στην Βοιωτία, Φθιώτιδα και Μαγνησία. Στο όρος Καλλίδρομο και στο όρος Ναρθάκιον (περιοχή Φαρσάλων – Βελεστίνου), είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς το όριο της μετάβασης της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης προς την υπερκείμενη μολάσσα του Νεογενούς. Και οι δύο σχηματισμοί είναι αργιλικοί, φαιού χρώματος. Μόνο η παρουσία μερικών  κροκαλοπαγών οριζόντων φαίνεται να υποδηλώνει το πέρασμα από την σχιστοκερατολιθική διάπλαση προς το Νεογενές. Το χρώμα των αργίλων φαίνεται ότι αποτελεί ένα καλό κριτήριο διάκρισης. Τα στρώματα της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης έχουν χρώμα φαιό ή ερυθρό, ενώ τα στρώματα της νεογενούς μολάσσας έχουν χρώμα κίτρινο ή πράσινο.   

Τα πλέον μεταμορφωμένα μέλη της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης απαντώνται στην Βόρεια Θεσσαλία (Ελασσόνα) και έχουν την μορφή πρασινοσχιστολίθων ή και πράσινων γνευσίων. 

Στην υπόλοιπη Ελλάδα (Κρήτη, Πελοπόννησο, Θεσσαλία και Μακεδονία) η σχιστοκερατολιθική διάπλαση είναι, συνήθως, μεταμορφωμένη σε φυλλίτες.


4. Εξάπλωση της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης στην Ελλάδα.

Λόγω του υψηλού βαθμού μεταμόρφωσης, παλαιότεροι ερευνητές θεωρούσαν ότι οι φυλλίτες δεν ανήκουν στην σχιστοκερατολιθική διάπλαση αλλά αντιπροσωπεύουν το μεταμορφωμένο παλαιοζωικό υπόβαθρο της Ελλάδας. Όμως, στο ύπαιθρο, η συχνή συνύπαρξη φυλλιτών και οφιόλιθων αποδεικνύει, ότι οι φυλλίτες είναι πετρώματα προερχόμενα από τον ωκεάνιο φλοιό της Τηθύος.

Γενικά μπορούμε να πούμε, ότι οι εμφανίσεις των ιζηματογενών μελών της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης (σχιστοκερατόλιθοι, φυλλίτες και φλυσχοειδή) είναι πολύ πιο διαδεδομένες και ευρύτερες από αυτές των εμφανίσεων των εκρηξιγενών πετρωμάτων (περιδοτιτών, σερπεντινιτών, λαβών και τόφφων).


5. Σχέση μεταξύ της Σχιστοκερατολιθικής Διάπλασης και του Φλύσχη.

Η σχιστοκερατολιθική διάπλαση, όταν δεν περιέχει οφιόλιθους και δεν είναι μεταμορφωμένη, όπως συμβαίνει στην Βοιωτία, Φθιώτιδα και Μαγνησία, μοιάζει πολύ με τον φλύσχη των περιοχών Παρνασσού και Πίνδου. Αυτή η ομοιότητα οφείλεται στο γεγονός ότι οι δύο σχηματισμοί έχουν γενετική συγγένεια.

Πράγματι, τόσο ο φλύσχης, όσο και η σχιστοκερατολιθική διάπλαση περιέχουν ιζήματα αβυσσικού περιβάλλοντος, επομένως η προέλευσή τους πρέπει να αναζητηθεί σε έναν ωκεανό.

Η συμμετοχή των οφιόλιθων μέσα στην σχιστοκερατολιθική διάπλαση μας υποχρεώνει να δεχθούμε ότι αυτή προέρχεται από τον ωκεανό της Τηθύος, που ανήκει στο ωκεάνιο τμήμα της Αφρικανικής πλάκας.

Ο φλύσχης, εξ ορισμού, είναι πέτρωμα που αποτέθηκε επάνω από τους μεσοζωικούς και ηωκαινικούς ασβεστόλιθους, επομένως πρέπει να δεχθούμε, κατ’ αρχήν, ότι δημιουργήθηκε επάνω σε μια ηπειρωτική πλάκα, δηλαδή στην Ευρασία. Εδώ, όμως τίθεται το εξής ερώτημα: είναι δυνατόν μια περιοχή ηπειρωτικής πλάκας να ανεβοκατεβαίνει, δηλαδή, αρχικά να είχε βάθος υφαλοκρηπίδας, όπου γινόταν ανθρακική ιζηματογένεση, και αργότερα, να απέκτησε βάθος αβυσσικής πεδιάδας, όπου γινόταν μόνο πυριτική ιζηματογένεση; Η απάντηση είναι προφανής: στα πλαίσια της Τεκτονικής των Πλακών, κάτι τέτοιο είναι αδύνατον.

Για να λύσω το αίνιγμα, άρχισα να αναζητώ στοιχεία υπαίθρου, που να αποδεικνύουν ότι ο φλύσχης έχει αποτεθεί κανονικά επί των ασβεστόλιθων της Ελλάδας. Μετά από πολλές αναζητήσεις, διαπίστωσα, ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ενδείξεις ή αποδείξεις ότι ο φλύσχης έχει αποτεθεί επί ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Επομένως, ο παλαιός ορισμός του φλύσχου, ως ιζήματος που κλείνει την ανθρακική ιζηματογένεση, δεν ισχύει.

Οι παραπάνω αναζητήσεις μου έδειξαν, αντίθετα, ότι σε πάμπολλες περιπτώσεις οι μεσοζωικοί ασβεστόλιθοι είναι επωθημένοι επί του φλύσχου.

Αυτό το γεγονός υποδεικνύει, ότι ο ηπειρωτικός φλοιός της Ευρασίας επωθήθηκε επί ενός ωκεάνιου φλοιού που αντιπροσωπεύεται από τον φλύσχη. Επειδή, όμως, ο μόνος ωκεάνιος φλοιός που υπάρχει μεταξύ Ευρασίας και Αφρικής είναι ο φλοιός της Τηθύος, συμπεραίνουμε ότι και ο φλύσχης της Ελλάδας προέρχεται από τον ωκεανό της Τηθύος και ότι, τεκτονικώς,  ανήκει στην υποβυθιζόμενη πλάκα της Αφρικής.